(7-10-2018)

Κυριακή ΙΘ’ Επιστολών

Απόστολος προς Β’ Κορ. ια’ 31-12,9

Πρωτότυπο Κείμενο

Αδελφοί, ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οίδεν, ο ων ευλογητός εις τους αιώνας, οτι ου ψεύδομαι. Εν Δαμασκώ ο εθνάρχης Αρέτα του βασιλέως εφρούρει την Δαμασκηνών πόλιν πιάσαι με θέλων, και δια θυρίδος εν σαργάνη εχαλάσθην δια του τείχους και εξέφυγον τας χείρας αυτού. Καυχάσθαι δη ου συμφέρει μοι˙ ελεύσομαι γαρ εις οπτασίας και αποκαλύψεις Κυρίου. Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων˙ είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν˙ αρπαγέντα τον τοιούτον εως τρίτου ουρανού. Και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον˙ είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος, ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν, οτι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι. Υπέρ του τοιούτου καυχήσομαι, υπέρ δε εμαυτού ου καυχήσομαι ει μη εν ταις ασθενείαις μου. Εαν γαρ θελήσω καυχήσασθαι, ουκ έσομαι άφρων˙ αλήθειαν γαρ ερώ˙ φείδομαι δε μη τις εις εμέ λογίσηται υπέρ ο βλέπει με ή ακούει τι εξ εμού. Και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ινα μη υπεραίρομαι, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι. Υπέρ τούτου τρις τον Κύριον παρεκάλεσα ίνα αποστή απ’ έμου˙ και ειρηκέ μοι˙ Αρκεί σοι η χάρις μου˙ η γαρ δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται. Ήδιστα ούν μάλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Χριστού.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ας είναι ευλογημένο το όνομα του στους αιώνες, ξέρει οτι δεν λέω ψέματα. Στη Δαμασκό, ο διοικητής-εκπρόσωπος του βασιλιά Αρέτα έβαλε φρουρούς σε ολη την πόλη για να με συλλάβει. Μέσα όμως από ένα άνοιγμα του τείχους με κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγα από τα χέρια του. Δεν με συμφέρει βέβαια να καυχηθώ˙ θα το κάνω όμως, γιατί πρόκειται για οράματα κι αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος. Ξέρω έναν άνθρωπο πιστό, ο οποίος πρίν από δεκατέσσερα χρόνια ανυψώθηκε μέχρι και τον τρίτο ουρανό, δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα του η χωρίς το σώμα, αυτό ο Θεός το ξέρει. Ξέρω οτι αυτός ο άνθρωπος, ήταν με το σώμα ή χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει, μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ˙ για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ, παρά μόνο για τις ταλαιπωρίες μου. Άμα θελήσω, λοιπόν, να καυχηθώ, δεν θα φανώ ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια. Το αποφεύγω όμως, μήπως εξαιτίας του μεγαλείου των αποκαλύψεων, με θεωρήσει κανείς παραπάνω απ’ αυτό που βλέπει ή ακούει απο μένα. Για να μην υπερηφανεύομαι όμως, ο Θεός μου έδωσε ενα αγκάθι στο σώμα μου, έναν υπηρέτη του σατανά να με ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανευόμαι. Γι’ αυτό το αγκάθι τρείς φορές παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντησή του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δυναμή μου φανερώνεται στην πληροτητά της μέσα σ’ αυτή την αδυναμία σου». Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.

Σχολιασμός

Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο απο την Β’ προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η επιστολή αυτή γράφτηκε γύρω στο 56 μ.Χ., καθώς ο Απόστολος Παύλος βρισκόταν στην Μακεδονία και διακατέχεται από ένα ύφος πιο συναισθηματικό από τις υπόλοιπες επιστολές του. Αυτό το κάνει για να στηρίξει την πίστη των χριστιανών της Κορίνθου, ως προς το αποστολικό του αξίωμα, την οποία προσπαθούσαν να κλονίσουν οι ιουδαϊζοντες χριστιανοί. Αυτοί προσποιούνταν ότι έκαναν έργο όπως οι απόστολοι αλλά στην πραγματικότητα ήταν ψευδαπόστολοι, απατεώνες, άνθρωποι που μεταμφιέζονταν σε αποστόλους του Χριστού. Αυτοί διασπούσαν την ενότητα μεταξύ των χριστιανών. Ο Απόστολος Παύλος για να διαφυλάξει την ενότητα των χριστιανών και το κύρος του αποστολικού του αξιώματος γράφει αυτή την Επιστολή όπου εκθέτει τις κακοπάθειες που υπέστη για χάρη του Ευαγγελίου, αλλά και τις αποκαλύψεις τις οποίες είχε δεχθεί.

Μέσα από τη συγκεκριμένη αποστολική περικοπή ο Απόστολος Παύλος περιγράφει το πως κατάφερε να διασωθεί από τη Δαμασκό όταν καταδιώκονταν από τον εθνάρχη Άρετα. Ακολούθως κάνει λόγο για κάποιες ουράνιες αποκαλύψεις, που αξιώθηκε να έχει από τον Κύριο και δεν είχε ποτέ μιλήσει σε κανένα για 14 ολόκληρα χρόνια και τελειώνει λέγοντας για κάποιο αγκάθι που του δόθηκε στο σώμα για να τον ταλαιπωρεί και να μην πέφτει στην υπερηφάνεια.

Πριν ξεκινήσει να γράφει αυτά που γράφει πιο κάτω ξεκινά με μια επίκληση προς τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό το κάνει για να διαλύσει κάθε είδους αμφιβολία που είχαν διασπείρει κάποιοι ψευδαπόστολοι ανάμεσα στους χριστιανούς της Κορίνθου, ως προς την αποστολική του ιδιότητα. Το κάνει ακόμη για να μας δείξει ότι δεν λεει ψέματα για αυτά που θα μιλήσει παρακάτω.Αυτά αποτελούν προσωπικές αποκαλύψεις του Κυρίου προς αυτόν για τις οποίες μόνο αυτός που τις είχε δεχθεί μπορούσε να μιλήσει για αυτές.

Καθώς βρισκόταν στην Δαμασκό ο Απόστολος Παύλος κινδύνεψε να συλληφθεί από τον βασιλιά Άρετα. Γι’ αυτό το περιστατικό διαβάζουμε εκτενέστερα στο 9ον κεφάλαιο του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων. Εκεί βλέπουμε ότι προκαλούσε σύγχυση ανάμεσα στους Ιουδαίους οι οποίοι τον άκουγαν και έμεναν κατάπληκτοι καθώς αυτοί περίμεναν να καταδιώξει τους χριστίανους όπως έκανε και προηγουμένως. Αντι όμως αυτού τους αποδείκνυε ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού ο αναμενόμενως Μεσσίας.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκαλέσει την οργή τους και να προσπαθήσουν να τον σκοτώσουν. Με τη βοήθεια  όμως των πιστών που κατοικούσαν στην Δαμασκό κατάφερε να διαφύγει τη σύλληψη. Οι εκεί χριστιανοί τον έβαλαν μέσα σε ένα χοντρό ψάθινο καλάθι με στερεή βάση από κάτω και τον κατέβασαν με σχοινιά από ένα παράθυρο του τείχους. Έτσι κατάφερε να διαφύγει από τα φονικά σχέδια του βασιλιά Άρετα και να συνεχίσει το έργο που του είχε αναθέσει ο Κύριος, τον ευαγγελισμό των εθνών.

Βλέποντας τους ψευδαπόστολους να προσπαθούν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των χριστιανών της Κορίνθου προς το πρόσωπο του, προχωρά σε κάποιες αποκαλύψεις που έλαβε από τον Κύριο. Το κάνει αυτό για την ωφέλεια των πιστών, τονίζοντας ταυτοχρόνως ότι δεν είναι προς το συμφέρον του να καυχιέται, αλλά τώρα αναγκάζεται να το κάνει εξαιτίας των περιστάσεων. Με την καύχηση ο άνθρωπος προχωρά στη έπαρση και πέφτει στην υπερηφάνεια. Έτσι η καύχηση δεν βοηθά πνευματικά τον άνθρωπο αλλά τον καταστρέφει. Έχοντας μέσα του βαθιά ταπείνωση ο Απόστολος Παύλος μιλά σε τρίτο πρόσωπο, προσπαθώντας να δείξει ότι πρόκειται για κάποιον άλλο που δέχθηκε τις αποκαλύψεις και όχι για τον ίδιο. Για 14 χρόνια δεν είχε μιλήσει πουθενά για αυτές τις αποκαλύψεις που δέχθηκε και ούτε τώρα θα το έκανε αν δεν υπήρχε η ανάγκη να ωφεληθούν οι πιστοί της Κορίνθου.

Μέσα από την αρπαγή του στον παράδεισο έζησε μια ξεχωριστή εμπειρία που δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε με τη λογική. Οι πραγματικότητες που βρίσκονται γύρω μας αδυνατούν να μας βοηθήσουν στην διαμόρφωση μιας εικόνας για πράγματα που βρίσκονται πιο πέρα από την ανθρώπινη αίσθηση. Εκεί στον παράδεισο άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Η ανθρώπινη γλώσσα έχοντας γνώση των πραγματικοτήτων του παρόντος κόσμου, αδυνατεί να εκφράσει τα μυστήρια του Θεού, λόγω του ύφους και της ιεροτητάς τους. Το ερώτημα που γεννιέται σε πολλούς, τι να άκουσε και να είδε ο Απόστολος Παύλος και δεν μπορούσε να το πει; Φανερώνει ότι η αποκάλυψη του Θεού που περιέχεται στην Αγία Γραφή είναι αρκετή, είναι όση χρειάζεται για τη σωτηρία μας. Αν χρειαζόταν κάτι περισσότερο θα μας το είχε αποκαλύψει. Πάνω σε αυτή την αποκάλυψη είχε οικοδομηθεί και η Εκκλησία, στην οποία πρέπει να στηρίζουμε με βεβαιότητα την πίστη και την ελπίδα μας.

Από τις μεγάλες αποκαλύψεις που είχε δεχθεί υπήρχε ο κίνδυνος να πέσει στην υπερηφάνεια. Έτσι ο Θεός επέτρεψε ένα αγκάθι στο σώμα του, ένα άγγελο του σατανά για να τον ραπίζει, ώστε να μην υπερηφανεύεται. Το τι ακριβώς ήταν αυτό το αγκάθι στο σώμα του που τον ταλαιπωρούσε, δεν γνωρίζουμε. Από τους ερμηνευτές άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι οι πειρασμοί και οι ταλαιπωρίες που συνάντησε στο έργο του, άλλοι ότι είναι διάφορα πρόσωπα τα οποία αντιστέκονται στην διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ενώ κάποιοι άλλοι ότι πρόκειται για χρόνια ασθένεια. Για ότι και να είναι αυτό ο Απόστολος Παύλος μας λεει ότι παρακάλεσε τον Κύριο τρεις φορές να το απομακρύνει από αυτόν αλλά πήρε αρνητική απάντηση. Ο Κύριος του απάντησε ότι :«σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμη μου αναδεικνύεται  τέλεια εκεί που υπάρχει αδυναμία». Η απάντηση αυτή μας φανερώνει την δύναμη του Κυρίου μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία. Μέσα από τους πειρασμούς βλέπουμε τη χάρη του Κυρίου να μας δυναμώνει για να μπορέσουμε να τους αντέξουμε.

Αρκετές φορές στη ζωή μας υπερηφανευόμαστε για ασήμαντα κατορθώματα τα οποία έχουμε πετύχει. Ο Απόστολος Παύλος ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, «α ουκ εξόν ανθρώπων λαλήσαι». Εντούτοις όμως δεν καυχιέται αλλά από ταπείνωση μιλά σε τρίτο πρόσωπο σαν να πρόκειται για άλλον άνθρωπο που δέχθηκε τις αποκαλύψεις. Αυτός αν θα περιφανευόταν, θα περιφανευόταν για τους διωγμούς, τις θλίψεις και τους πειρασμούς που πέρασε. Μέσα από τους διάφορους πειρασμούς, που συναντούμε στην ζωή μας φαίνεται πόσο μικροί και αδύναμοι είμαστε. Φεύγουμε από την υπερηφάνεια και τον εγωισμό ότι είμαστε σπουδαίοι και δυνατοί και δεν έχουμε κανέναν ανάγκη. Μακάρι και εμείς χωρίς υπερηφάνεια και ταπείνωση να υψώσουμε τα χέρια προς τον Κύριο και να ζητήσουμε την παντοδύναμη χάρη του, να μας στηρίξει για να αντιμετωπίσουμε τις θλίψεις και τους πειρασμούς με θάρρος και υπομονή.

(7-10-2018)

ΚΥΡΙΑΚΗ 07/10/2018

Κυριακή Γ΄ Λουκά

Ευαγγέλιον κατά Λκ. ζ’ 11-17

Πρωτότυπο Κείμενο

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν την πύλη της πόλης, βγάζανε ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις». Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και, αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ανακάθισε ο νεκρός κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξασαν το Θεό λέγοντας: «Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του!»

Σχολιασμός

Η σημερινή ευαγγελική περικοπή αναφέρεται στην Ανάσταση του μονάκριβου υιού μίας χήρας από τον Ιησού Χριστό στην πόλη Ναΐν.  Το γεγονός αυτό εξιστορείται μόνο από τον ευαγγελιστή Λουκά. Ο Κύριος προηγουμένως βρισκόταν στην Καπερναούμ όπου είχε θεραπεύσει τον δούλο του Εκατοντάρχου.  Στη συνεχεία, βρέθηκε στην μικρή πόλη της Ναΐν.  Εισερχόμενος από την μοναδική πύλη της πόλης μαζί με τους μαθητές του και πλήθος λαού που τον ακολουθούσαν, βρέθηκαν ανάμεσα σε μία πομπή ενός νεαρού τεθνεώτος, του μονάκριβου υιού μιας χήρας.  Η χήρα αντικατοπτρίζει τον άνθρωπο, ο οποίος που έχει πολλή θλίψη, γιατί έχασε πρώτα τον άντρα της και έπειτα τον μονάκριβο υιό της. 

Ο Ιησούς Χριστός βλέποντας τον πόνο και την θλίψη της απαρηγόρητης μητέρας, ως Κύριος της ζωής και του θανάτου, παρακινήθηκε από την καλοσύνη και την αγαθότητα Του, επομένως σπλαχνίσθηκε και παρηγόρησε την χήρα. Εδώ ο Κύριος θέλει να δείξει ότι, στον πόνο και στις δυστυχίες μας, κυρίως για τις χήρες εάν οι άλλοι αδιαφορούν, ο Χριστός θα είναι στο πλευρό μας, θα μας αγκαλιάσει και θα μας προσφέρει την παρηγοριά Του και την ανιδιοτελή αγάπη Του.  Έρχεται να δώσει ελπίδα. Ακολούθως, λέει στην χήρα «Μην Κλαίς» ξέροντας ότι το παιδί της θα αναστηθεί σίγουρα, εφόσον είναι Κύριος της ζωής.  Επίσης, εδώ θέλει να τονίσει ότι η υπερβολική θλίψη στο χαμό ενός ανθρώπου μπορεί να οδηγήσει στην δυσπιστία και ολιγοπιστία.  Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, οι νεκροί θα αναστηθούν εν δόξη κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου.  Επομένως, να υποκύπτουμε στο θέλημα του Θεού και στην θεία πρόνοια Του πείθοντας τους εαυτούς μας με τον φωτισμό της πίστεως ότι αυτό που συνέβη ήταν θέλημα Θεού.  Στη συνέχεια, ζήτησε να σταματήσουν την πομπή και να ανοίξουν το φέρετρο του νεαρού.  Αξιοσημείωτο ότι, ο σε άλλη περίπτωση θα απέφευγε την δημόσια επιτέλεση νεκρανάστασης, όπως διαπιστώνεται και από την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου.  Η ευσπλαχνία του όμως για την χήρα εξουδετέρωσε κάθε επιφύλαξη.                        

Ο Ιησούς Χριστός ακολούθως, μιλώντας στην σωρό του νεαρού φαίνεται να τον προστάζει λέγοντας «νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι» δηλαδή «νεαρέ, σε διατάζω, σήκω». Αξιοσημείωτο να αναφέρουμε ότι, οι ευαγγελιστές αναφέρουν ότι ο Κύριος επιτέλεσε τρεις νεκραναστάσεις στις οποίες φαίνεται να προστάζει τους νεκρούς α) Κόρη Ιαείρου όπου λέει «Η παις εγείρου», β) νεανίσκος χήρας «νεανίσκε, εγέρθητι» και γ) στον φίλο του Λάζαρο «Λάζαρε, δεύρο έξω». Αυτές οι μορφές προσταγής του Κυρίου εκφράζουν την δύναμη και εξουσία που έχει σε όλη την κτίση αλλά και στον θάνατο. Οι νεκραναστάσεις αυτές αντιτίθενται σε σχέση με αυτές της Παλαιάς Διαθήκης του προφήτη Ηλία (Γ’ Βασιλειών, ιζ’, 20) και Ελισσαίου (Δ’ Βασιλειών δ’, 33). 

Σύμφωνα με το υπόμνημα στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο του Π. Τρεμπέλα, η  διαφορά είναι ότι στις νεκραναστάσεις των προφητών προηγήθηκε έντονη προσευχή και φυσική επαφή για να χυθεί η ζωτική δύναμη στα νεκρά σώματα ενώ ο Χριστός στην Καινή Διαθήκη με μία προσταγή έφερε στη ζωή τους νεκρούς.  Εδώ φανερώνεται ότι, ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Μεσσίας ο οποίος ήλθε στον κόσμο για την σωτηρία των ανθρώπων  Είναι η πηγή της ζωής και εξουσιαστής του θανάτου.  Μας προετοιμάζει για το μεγαλύτερο θαύμα το οποίο επρόκειτο να συμβεί σύντομα με την δική Του νίκη επί του θανάτου και την Ανάσταση και Ανάληψη Του όπου θα μας χαρίσει την αιώνιο ζωή και θα μας απελευθερώσει από τα δεσμά του θανάτου.                                                 

Στη συνέχεια, ο νεαρός αναστήθηκε, ξύπνησε και μίλησε.  Επομένως, ανήκε στον Ιησού.  Ο Χριστός όμως λόγω της συμπάθειας του προς την θλίψη της χήρας της τον παραδίδει, ώστε να γίνει στήριγμα και παρηγοριά της ενδυναμώνοντας την πίστη της. Μετά το θαύμα φόβος (δέος) κυρίευσε τον λαό, αλλά ταυτόχρονα και δόξα προς τον Θεό γιατί αισθάνθηκαν την παρουσία της θείας δυνάμεως εν μέσω της αμαρτωλότητας τους. Ο λαός έχοντας υπόψη του τις νεκραναστάσεις των δύο προφητών της Παλαιάς Διαθήκης αναφώνησε ότι ο Ιησούς είναι «Μέγας Προφήτης».  «Μέγας» γιατί με ένα πρόσταγμα ανέστησε τον νεαρό νεκρό ενώ οι προφήτες μετά από συνεχή προσευχή.  «Μέγας» όχι μόνο κατά την θεότητα αλλά και κατά την ανθρώπινη φύση όπως «Μέγας» είναι ο Θεός και Κύριος κατά την θεότητα και κατά την ανθρώπινη του φύση «Μέγας» ιερέας και προφήτης.  Ο λαός ένοιωσε την παρουσία του Θεού μαζί του. Σε σχέση με άλλους προφήτες που εμφανίζονταν, πίστεψαν μετά το γεγονός αυτό ως αυτόπτες μάρτυρες, ότι ο Θεός τους επισκέφτηκε μετά από αρκετό καιρό μέσω ενός Μέγα προφήτη.             

Έπειτα, διαδόθηκε στις γύρω περιοχές η φήμη για την νεκρανάσταση του υιού της χήρας και η έλευση του «Μεγάλου προφήτη», όπως αποκαλούσαν τον Ιησού Χριστό.  Πολλοί άκουσαν και θαύμασαν το γεγονός, λίγοι όμως πίστεψαν πραγματικά την καλή αυτή αγγελία.  Και ερχόμαστε στο σήμερα όπου πολλοί ακούνε το ευαγγέλιο και τον λόγο του Θεού, αλλά λίγοι ευωδιάζονται και πιστεύουν εκ βάθους καρδίας.

1-4-2018

Κυριακή των Βαΐων

Απόστολος προς Φιλιπ. (δ΄ 4-9)

Πρωτότυπο κείμενο

Αδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. Τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. Ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, να χαίρεστε πάντοτε με τη χαρά που δίνει η κοινωνία με τον Κύριο. Θα το πω και πάλι: να χαίρεστε. Σ΄ όλους να δείχνετε την καλοσύνη σας. Ο Κύριος έρχεται σύντομα. Για τίποτε να μην σας πιάνει άγχος, αλλά σε κάθε περίσταση τα αιτήματά σας να τα απευθύνετε στον Θεό με προσευχή και δέηση, που θα συνοδεύονται από ευχαριστία. Και η ειρήνη του Θεού, που είναι ασύλληπτη στο ανθρώπινο μυαλό, θα διαφυλάξει τις καρδιές και τις σκέψεις σας κοντά στον Ιησού Χριστό. Τέλος, αδερφοί μου, ότι είναι αληθινό, σεμνό, δίκαιο, καθαρό, αξιαγάπητο, καλόφημο, ότι έχει σχέση με την αρετή και είναι άξιο επαίνου, αυτά να έχετε στο μυαλό σας. Αυτά που μάθατε, παραλάβατε κι ακούστε από μένα, αυτά που είδατε σ΄ εμένα, αυτά να κάνετε κι εσείς. Και ο Θεός που δίνει την ειρήνη θα είναι μαζί σας.

Σχολιασμός

Κυριακή των Bαΐων η σημερινή  και το ευαγγελικό ανάγνωσμα το οποίο ακούσαμε, αναφέρεται στη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Όσοι παρακολουθήσαμε τα ευαγγελικά αναγνώσματα που διαβάστηκαν κατά τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, γίναμε μάρτυρες τις πορείας που ακολούθησε ο Χριστός προς τα Ιεροσόλυμα. Μέσα από αυτή την πορεία φανερώνει αρκετές φορές αυτά τα οποία πρόκειται να ακολουθήσουν στα Ιεροσόλυμα, τη σύλληψη του το πάθος του τον θάνατο αλλά και την ένδοξο ανάσταση του. Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες τις αρχής όλων αυτών με την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα.

Το δείπνο στην οικία του Λαζάρου και η άλειψη του Χριστού με μύρο

Η ευαγγελική περικοπή αρχίζει με το δείπνο, το οποίο παρατίθεται προς το Χριστό στη Βηθανία στο σπίτι του Λαζάρου. Στο δείπνο αυτό εκτός από το Χριστό και τους υπόλοιπους καλεσμένους κάθεται και ο Λάζαρος ο οποίος είχε αναστηθεί από το Χριστό. Το γεγονός της αναστάσεως του Λαζάρου γεμίζει με χαρά και ευγνωμοσύνη τις ψυχές των αδελφών του Μάρθας και Μαρίας οι οποίες παραθέτουν ευχαριστήριο δείπνο στο Χριστό, αλλά παράλληλα γεμίζει με μίσος τις ψυχές των Αρχιερέων των Γραμματέων και των Φαρισαίων οι οποίοι έβλεπαν ότι μετά από αυτό ο λαός είχε πιστέψει στο Χριστό ότι είναι ο Μεσσίας που ανέμεναν. Οι αρχιερείς βλέποντας αυτό άρχισαν να σκέφτονται πώς να το σταματήσουν και βλέποντας ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος παίρνουν την απόφαση να εξοντώσουν τον Λάζαρο και ξεκινούν να σκέφτονται διάφορους τρόπους.

Στη διάρκεια του δείπνου η αδελφή του Λαζάρου η Μαρία παίρνει μια λίτρα μύρο από γνήσια και πολύτιμη νάρδο και άλειψε τα πόδια του Χριστού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Η ευωδία του μύρου πλημμύρισε όλο το σπίτι. Η αυθόρμητη αυτή πράξη της Μαρίας φανερώνει την αγάπη και την ταπείνωση της προς το Χριστό χωρίς να λογαριάζει τίποτα. Το να λύσει τα μαλλιά της μια γυναίκα και να σκουπίσει τα πόδια κάποιου ήταν κάτι το πολύ εξευτελιστικό το οποίο θα την ξεφτίλιζε στα μάτια του κόσμου. Αυτό όμως δεν την εμποδίζει καθόλου από το να εκφράσει αυτό που νιώθει ελεύθερα προς το πρόσωπο του Χριστού. Βλέποντας τη σκηνή αυτή ένας από τους μαθητές του ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, αυτός που επρόκειτο να τον προδώσει και να τον παραδώσει, δεν άντεξε και δυσανασχέτησε. Λέγει λοιπόν, γιατί αυτό το πολύτιμο μύρο δεν πουλήθηκε για 300 δηνάρια και να δοθούν στους φτωχούς. Αυτό το είπε όχι επειδή τον ενδιέφεραν οι φτωχοί, αλλά επειδή ήταν κλέφτης κι είχε το κοινό ταμείο από το οποίο κρατούσε συχνά χρήματα για τον εαυτό του από αυτά που έβαζαν μέσα σ’ αυτό.

Βλέποντας την αντίδραση αυτή του Ιούδα ο Χριστός του απαντά δίνοντας του μια άλλη ερμηνεία σ’ αυτή την πράξη που κάνει η Μαρία. Του λέει ότι το κάνει αυτό για την ημέρα του ενταφιασμού του. Και ότι οι φτωχοί πάντοτε θα είναι κοντά τους ενώ αυτόν δεν θα τον έχουν για πολύ καιρό ακόμη ανάμεσα τους. Μέσα από αυτή την ερμηνεία που δίνει ο Χριστός στην πράξη της Μαρίας γίνεται έμμεση αναφορά ώστε να προετοιμαστούν οι μαθητές του αλλά και οι υπόλοιποι που βρισκόντουσαν εκεί στο δείπνο γι αυτά που επρόκειτο να επακολουθήσουν στο άμεσο προσεχές διάστημα, δηλαδή τον θάνατο και τον ενταφιασμό του Χριστού.

«Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»

Την άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για την γιορτή του Πάσχα από όλα τα μέρη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που υπήρχαν Εβραϊκές κοινότητες, όταν άκουσε ότι έρχεται ο Χριστός στα Ιεροσόλυμα πήραν κλαδιά φοινικιάς και βγήκαν από την πόλη για να τον προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: «Ωσαννά ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κύριου, βασιλεύς του Ισραήλ». Ο Χριστός σε όλη τη διάρκεια της επιγείου παρουσίας του κάνει ότι είναι σύμφωνο με τις Γραφές. Μέσα από τις γραφές φαίνεται να προεικονίζεται το όλο έργο του Χριστού. Έτσι και τώρα επιλέγει να εισέλθει στην Ιερουσαλήμ πάνω σε ένα γαϊδουράκι όπως είναι γραμμένο στις γραφές: «Μη φοβάσαι θυγατέρα μου πόλη της Σιών να που έρχεται σε σένα ο βασιλιάς σου σε γαϊδουράκι πάνω καθήμενος». Με αυτή του την είσοδο εκπληρώνεται η προφητεία του Ζαχαρία η οποία λέει «είπατε τη θυγατρί Σιών, ίδου ο βασιλέυς σου έρχεται σοι πραύς και επιβεβηκώς επι όνον και πώλον υιον υποζυγίου». Ο Χριστός έρχεται με πραότητα και ειρήνη εν αντιθέσει με τους βασιλείς της εποχής εκείνης που ερχόντουσαν με βουή για να δείξουν τη δύναμη τους. Έρχεται απεσταλμένος από τον Θεό και ευλογούμενος από τους ανθρώπους.» «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».            

Ο λαός επεφύλαξε μια θριαμβευτική υποδοχή στο Χριστό καθώς έμπαινε στα Ιεροσόλυμα έχοντας στο μυαλό του ότι έρχεται ένας επίγειος βασιλείας, που θα ελευθερώσει τον Ισραήλ από τους εχθρούς του. Δεν σκέπτονται καθόλου την πνευματική ελευθερία την οποία έρχεται να τους προσφέρει λυτρώνοντας τους από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου. Η υποδοχή που του επεφύλαξε ο λαός ήταν ένας ενθουσιασμός παρά μια ενσυνείδητη πράξη η οποία έληξε μετά από πέντε μέρες. Τώρα τον υποδέχονται σαν βασιλέα σταλμένο από τον Θεό ενώ πέντε μέρες αργότερα ζητούν τον θάνατο του φωνάζοντας «άρον, άρον, σταύρωσον Αυτόν». Τα Βάϊα και οι φοίνικες με τα οποία τον υποδέχονται αποτελούν σύμβολα νίκης και θριάμβου. Με αυτά υποδέχονταν τους βασιλείς όταν επέστρεφαν νικηφόροι από κάποια μάχη. Με αυτά υποδέχονται το Χριστό που αποτελεί τον Νικητή του Άδου, της φθοράς και του θανάτου.

Οι Φαρισαίοι βλέποντας όλη αυτή την λαμπρά υποδοχή που του επεφύλαξα ο λαός λαμβάνουν οριστικά την απόφαση για να τον θανατώσουν. Ο Χριστός είχε κατά τη γνώμη τους γίνει επικίνδυνος γιατί ολοένα και περισσότερο αυξάνονταν οι οπαδοί του και έφευγαν από αυτούς. Αν τον θανάτωναν, ο λαός θα τον ξεχνούσε και θα τέλειωνε όλη αυτή η αναστάτωση που προκλήθηκε ανάμεσα στο λαό. Έτσι αναζητούν την κατάλληλη ευκαιρία για να τον συλλάβουν και να στρέψουν τον λαό εναντίων του. Εκτός όμως από τον Χριστό το μίσος τους στρεφόταν και προς το Λάζαρο ο οποίος αποτελούσε ένα ζωντανό θαύμα. Για να γλυτώσει ο Λάζαρος από την μανία των συμπατριωτών του καταφεύγει στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην πόλη της Λάρνακας όπου και ζει το υπόλοιπο της ζωής του.

Η Μεγάλη Εβδομάδα ξεκινά ουσιαστικά απόψε και καλούμαστε ο καθένας ξεχωριστά να πορευθεί τη δική του πορεία συμπορευόμενος, συσταυρούμενος και συναναστήμενος με το Χριστό. Ας εξετάσει ο καθένας τον εαυτό του με ποίο τρόπο θέλει να ακολουθήσει αυτή την πορεία. Επιφανειακά και να τον αρνηθεί αργότερα, συγκινησιακά και να τον ξεχάσει μετά το πέρας των εορτών, ή όπως η Εκκλησία μας μυσταγωγεί μέσα από τις ιερές ακολουθίες έτσι ώστε να καταφέρουμε να μείνουμε παντοτινά ενωμένοι μαζί του χαιρόμενοι στην βασιλεία που μας προσφέρει.          

1-4-2018

Κυριακή των Βαΐων

Ευαγγέλιον κατά Ιω. (ιβ’ 1-18)

Πρωτότυπο Κείμενο

Προ έξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εποίησαν ουν αυτώ δείπνον εκεί, και η Μάρθα διηκόνει· ο δε Λάζαρος εις ην εκ των ανακειμένων συν αυτώ. Η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού· η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου. Λέγει ουν εις εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι. Διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; Είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ’ ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν. Είπεν ουν ο Ιησούς· Άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. Τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστί, και ήλθον ου διά τον Ιησούν μόνον, αλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν. Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ, και εκραύγαζον· «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, βασιλεύς του Ισραήλ». Ευρών δε ο Ιησούς ονάριον εκάθισεν επ’ αυτό, καθώς εστί γεγραμμένον· Μη φοβού, θύγατερ Σιών· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλον όνου. Ταύτα δε ουκ έγνωσαν οι μαθηταί αυτού το πρώτον, αλλ’ ότε εδοξάσθη ο Ιησούς, τότε εμνήσθησαν ότι ταύτα ην επ’ αυτώ γεγραμμένα, και ταύτα εποίησαν αυτώ. Εμαρτύρει ουν ο όχλος ο ών μετ’ αυτού ότε τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών. Διά τούτο και υπήντησεν αυτώ ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι το σημείον.

Νεοελληνική Απόδοση

Έξι μέρες πριν από το Πάσχα ήρθε ο Ιησούς στη Bηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος που είχε πεθάνει και ο Ιησούς τον ανέστησε από τους νεκρούς. Ετοίμασαν, λοιπόν, εκεί για χάρη Του δείπνο, και η Mάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν μαζί με τον Iησού στο δείπνο. Tότε η Mαρία πήρε μία φιάλη από το πιο ακριβό άρωμα της νάρδου και άλειψε τα πόδια του Ιησού. Έπειτα σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του και όλο το σπίτι γέμισε από την ευωδία του μύρου. Λέει τότε ο Iούδας ο Iσκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που σκόπευε να τον προδώσει: «Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα και τα χρήματα να διανεμηθούν στους φτωχούς;» Αυτό το είπε, όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και ,καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό. Είπε τότε ο Iησούς: «Άφησέ την ήσυχη αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου. Οι φτωχοί, πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντοτε. Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλης, έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και τον Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού. Tην άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Iεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: «Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ! ». Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή: «Mη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη Σιών να που έρχεται σε σένα ο βασιλιάς σου σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος». Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του, όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό, τι είχε γράψει γι’ εκείνον η Γραφή, αυτά του έκαναν. Όλοι, λοιπόν εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε τον Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν αυτά που είχαν δει. Γι’ αυτό ήρθε το πλήθος να τον προϋπαντήσει, επειδή έμαθαν ότι αυτός είχε κάνει το θαυμαστό αυτό σημείο.

Σχολιασμός

Η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής των Βαΐων, ημέρα κατά την οποία η εκκλησία μας τιμά «την λαμπράν και ένδοξον πανήγυριν της εις Ιερουσαλήμ εισόδου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Συναξάριον Μηναίου Κυριακής των Βαΐων), προέρχεται από το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, 12ο κεφάλαιο στίχους 1 έως και 18. Στο συγκεκριμένο εδάφιο γίνεται περιγραφή δύο γεγονότων. Το πρώτο γεγονός είναι το δείπνο στο οποίο παρακάθισε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός με τους Μαθητές Του, μετά από την «έγερσιν του αγίου και δικαίου, φίλου του Χριστού, Λαζάρου του τετραημέρου» (Συναξάριον Μηναίου Σαββάτου του Λαζάρου). Το δείπνο αυτό παρατίθεται στο σπίτι των αδελφών του Λαζάρου, Μάρθας και Μαρίας. Το δεύτερο γεγονός που περιγράφεται είναι η είσοδος του Κυρίου μας στα Ιεροσόλυμα επί πώλου όνου. «Εισερχομένου σου Κύριε, εις την αγίαν πόλιν, επί πώλου καθήμενος,…» (Ιδιόμελο της Λιτής Μεσονυκτικού, Κυριακής Βαΐων, πρωί). Χρονικά τα δύο αυτά γεγονότα τοποθετούνται έξι ημέρες πριν από το εβραϊκό πάσχα, δηλαδή το τελευταίο Σάββατο και την τελευταία Κυριακή πριν από τη σύλληψη του Χριστού. Το εβραϊκό πάσχα αποτελούσε ανάμνηση του γεγονότος της Εξόδου και διάβασης της Ερυθράς θάλασσας από τον Ισραηλιτικό λαό. Τη διάβαση από τη δουλεία των Αιγυπτίων στην ελευθερία.

Μέσα και από αυτή την περικοπή, αναφύεται το θέμα της παγκοσμίου εμβέλειας του κηρύγματος του Ιησού Χριστού στον κόσμο. Αυτό συγκεκριμένα διαφαίνεται στο εξής, την επομένη μέρα μετά το δείπνο στο σπίτι του Λαζάρου, πραγματοποιήθηκε η θριαμβευτική  είσοδος του Κυρίου μας στην πόλη των Ιεροσολύμων. Κατά την είσοδο αυτή, επιφυλάχτηκε θερμή υποδοχή από όχλο πολύ, ο οποίος μαζεύτηκε στην Ιερουσαλήμ ένεκα της εορτής του πάσχα. «Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ» [Tην άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν] (Ιω. 12, 12-13).

Το πλήθος αυτό, οι προσκυνητές, είχαν συρρεύσει στην πόλη από όλες τις περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν εβραϊκές κοινότητες, για τον εορτασμό του πάσχα. Η υποδοχή αυτή σήμαινε ότι το κήρυγμα του Χριστού δεν περιορίζεται στα όρια της Παλαιστίνης, αλλά λαμβάνει παγκόσμιο χαρακτήρα.

Η υποδοχή αυτή αιτιολογείται κατά ποικίλους τρόπους. Πρώτος και εμφανέστατος λόγος είναι ο απόηχος και η έκπληξη που είχε προκαλέσει το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου. «Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστί, και ήλθον ου διά τον Ιησούν μόνον, αλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν» [Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλης, έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και τον Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού] (Ιω. 12, 9-11).

Ήδη όμως στην γενική αντίληψη του κόσμου είχε εγκαθιδρυθεί η άποψη ότι ο Ιησούς «ούτος εστίν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον» (Ιω. 6,14) και για τούτο ακριβώς το λόγο κατά την είσοδο στην Ιερουσαλήμ, ο όχλος αναφωνούσε «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», βασιλεύς του Ισραήλ» [Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ!] (Ιω. 12,13).

«Ο «πλείστος όχλος» (Μτθ. 21,8), οι «πολλοί» (Μρκ. 11,8) και «άπαν το πλήθος των Μαθητών» (Λκ. 19,37), δηλαδή όλοι, πήραν κλαδιά φοινίκων και έστρωσαν ρούχα για να περάσει ο Χριστός. Ακόμη και μικρά παιδιά επευφημούσαν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το γεγονός αυτό το θεωρεί μέγιστο θαύμα, γιατί ο όχλος και οι αμαθείς, τα νήπια και τα παιδιά, θεολογούσαν και αναγνώριζαν το Χριστό ως Θεό. Επευφημούσαν το Χριστό, όπως οι αγγέλοι τον Κύριο» (Ιωήλ Φραγκάκη, Μητροπολίτου Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, Ο επιούσιος άρτος, Α΄, Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, σ. 559, Αποστολική Διακονία, 2009).

Βρισκόμαστε χρονικά και εμείς λίγες ημέρες πριν από το χριστιανικό Πάσχα. Όπως το εβραϊκό πάσχα ήταν η διάβαση, το πέρασμα, από τη σκλαβιά στην ελευθερία, έτσι και το χριστιανικό Πάσχα είναι το πέρασμα από τη δουλεία του εχθρού στην αληθινή ελευθερία και μακαριότητα που ο Χριστός, μας πρόσφερε διά του Πάθους και της Αναστάσεώς Του. Ο Χριστός έρχεται προς το Πάθος, τη δόξα του Σταυρού και της Αναστάσεως. Το ερώτημα είναι, εμείς πως θα Τον υποδεχτούμε; Ας αφήσουμε τον υμνωδό να εκφράσει αυτό ακριβώς το ερώτημα και παράλληλα να μας δώσει και την απάντηση, με το εξής ιδιόμελο των αίνων του όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας: «Ερχόμενος ο Κύριος, προς το εκούσιον πάθος, τοις Αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ ˙ Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και παραδοθήσεται ο Υιός του ανθρώπου, καθώς γέγραπται περί αυτού. Δεύτε ουν και ημείς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθώμεν αυτώ, και συσταυρωθώμεν, και νεκρωθώμεν δι’ αυτόν, ταις του βίου ηδοναίς ˙ ίνα και συζήσωμεν αυτώ, και ακούσωμεν βοώντος αυτού ˙ Ουκέτι εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, διά το παθείν, αλλά αναβαίνω προς τον Πατέρα μου, και Πατέρα υμών, και Θεόν μου  και Θεόν υμών ˙ και συνανηψώ υμάς εις την άνω Ιερουσαλήμ, εν τη Βασιλεία των Ουρανών» [Ενώ ο Κύριος βάδιζε προς το Πάθος, το οποίο θα υφίστατο με τη θέλησή Του, έλεγε καθ’ οδόν  στους Αποστόλους: Ιδού αναβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί, όπως έχει γραφεί για αυτό. Εμπρός λοιπόν και εμείς, αφού καθαρίσουμε το μυαλό μας, ας βαδίσουμε μαζί με Αυτόν και ας σταυρωθούμε μαζί Του και χάριν Αυτού ας νεκρώσουμε τον εαυτό μας ως προς τις ηδονές της ζωής, για να ζήσουμε αιωνίως μαζί με Αυτόν και να Τον ακούσουμε να λέει: Δεν αναβαίνω πλέον εις την επίγειο Ιερουσαλήμ για να υποστώ θυσία, αλλά αναβαίνω εις τον ουράνιο Πατέρα μου και Πατέρα σας και Θεό μου και Θεό σας και ανυψώνω μαζί μου και εσάς στην Άνω Ιερουσαλήμ, η οποία βρίσκεται στη Βασιλεία των ουρανών]. Καλή Ανάσταση.

18-3-2018

Κυριακή Δ’ των Νηστειών

(Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος)

Εωθινόν Ευαγγέλιον κατά Ιωά (κ΄11-18)

Πρωτότυπο Κείμενο

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω· ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο Ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ Σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. Καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· Γύναι, τί κλαίεις; Λέγει αὐτοῖς· Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Καὶ ταῦτα εἰποῦσα, ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν ᾿Ιησοῦν ἑστῶτα· καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς; Ἐκείνη, δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστι, λέγει αὐτῷ· Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Μαρία. Στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ· Ῥαββουνί, ὃ λέγεται, Διδάσκαλε. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Μή μου ἅπτου· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν Πατέρα μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς Ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· Ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν. Ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, ἀπαγγέλλουσα τοῖς Μαθηταῖς, ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, ἡ Μαρία στεκόταν ἔξω κοντά στόν τάφο κι ἔκλαιγε. Ἐκεῖ πού ἔκλαιγε, σκύβει νά δεῖ μέσα στό μνῆμα, καί βλέπει δυό ἀγγέλους ντυμένους στά λευκά, νά κάθονται ἐκεῖ πού βρισκόταν πρίν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ἕνας πρός τό μέρος τοῦ κεφαλιοῦ κι ὁ ἄλλος πρός τό μέρος τῶν ποδιῶν. Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: «Γυναῖκα, γιατί κλαῖς;» «Πῆραν τόν Κύριό μου», τούς λέει αὐτή, «καί δέν ξέρω ποῦ τόν ἔβαλαν». Ἀφοῦ τά εἶπε αὐτά, γύρισε καί βλέπει τόν Ἰησοῦ νά στέκεται ὄρθιος, δέν κατάλαβε ὅμως πώς ἦταν ὁ Ἰησοῦς. Τῆς λέει τότε ἐκεῖνος: «Γυναῖκα, γιατί κλαῖς; Ποιόν ζητᾶς;» Ἐκείνη νόμισε πώς ἦταν ὁ κηπουρός καί τοῦ λέει: «Κύριε, ἄν τόν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τόν ἔβαλες, κι ἐγώ θά τόν πάρω ἀπό ’κεῖ». Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: «Μαρία!» Γυρίζει ἐκείνη καί τοῦ λέει: «Ραββουνί!» –πού σημαίνει «Διδάσκαλε». «Μή μ’ ἀγγίζεις», τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, «γιατί δέν ἀνέβηκα ἀκόμα πρός τόν Πατέρα μου· πήγαινε ὅμως στούς ἀδερφούς μου καί πές τους: “ἀνεβαίνω σ’ ἐκεῖνον πού εἶναι δικός μου καί δικός σας Πατέρας, δικός μου καί δικός σας Θεός”». Πηγαίνει τότε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στούς μαθητές καί τούς ἀναγγέλλει: «Εἶδα τόν Κύριο!» Καί διηγήθηκε αὐτά πού τῆς εἶχε πεῖ.

18-3-2018

Κυριακή Δ’ των Νηστειών

(Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος)

Απόστολος προς Εβρ. (στ’ 13-20)


Πρωτότυπο Κείμενο

Τω γαρ Αβραάμ επαγγειλάμενος ο Θεός, επεί κατ΄ ουδενός είχε μείζονος ομόσαι, ώμοσαι καθ΄εαυτού, λέγων˙ ή μην ευλογών ευλογήσω σε και πληθύνων  πληθυνώ σε˙ και ούτω μακροθυμήσας επέτυχε της  επαγγελίας. Άνθρωποι μεν γαρ κατά του μείζονος ομνύουσι, και πάσης αυτοίς αντιλογίας πέρας εις βεβαίωσιν ο όρκος. Εν ω περισσότερον βουλόμενος ο Θεός επιδείξαι τοις κληρονόμοις της επαγγελίας το αμετάθετον της βουλής αυτού, εμεσίτευσεν όρκω, ίνα δια δύο πραγμάτων αμεταθέτων, εν οις αδύνατον  ψεύσασθαι  Θεόν, ισχυράν παράκλησιν έχωμεν οι καταφύγοντες  κρατήσαι της προκειμένης ελπίδος˙ ην ως άγκυραν έχομεν της ψυχής ασφαλή τε και βέβαιαν και εισερχομένην εις το εσώτερον του καταπετάσματος, όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ αρχιερεύς γενόμενος εις τον αιώνα.

Μετάφραση

Όταν ο Θεός έδωσε την υπόσχεση του στον Αβραάμ, επειδή δεν υπήρχε ανώτερος για να ορκιστεί, ορκίστηκε στον εαυτό του, λέγοντας: σου υπόσχομαι ότι θα σε ευλογήσω και θα σου δώσω πολλούς απογόνους. Έτσι πήρε ο Αβραάμ την υπόσχεση, και με τη μακροθυμία του πέτυχε την εκπλήρωσή της. Οι άνθρωποι ορκίζονται σε κάποιον ανώτερο τους κι ο όρκος  δίνει γι’ αυτούς  τέλος σε κάθε αμφισβήτηση και υποδηλώνει  επιβεβαίωση. Έτσι κι ο Θεός, θέλοντας να δείξει πιο καθαρά  σ’ αυτούς  που θα κληρονομήσουν  όσα υποσχέθηκε  ότι η απόφαση του ήταν αμετάκλητη, την εγγυήθηκε  με όρκο. Για δύο λοιπόν  αμετακίνητα πράγματα, για τα οποία  είναι αδύνατο να διαψευστεί ο Θεός, εμείς που καταφύγαμε σ’ αυτόν  οφείλουμε να  μείνουμε σταθεροί σ’ αυτά που ελπίζουμε. Αυτή μας η ελπίδα μας ασφαλίζει και μας βεβαιώνει  σαν άγκυρα και μας οδηγεί στα ενδότερα του καταπετάσματος, όπου μπήκε πριν από εμάς και για χάρη μας ο Ιησούς, αρχιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ. 

Σχολιασμός

Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο Απ. Παύλος επιθυμεί να ενισχύσει  τους παραλήπτες  της επιστολής να δείχνουν προθυμία στα αγαθά έργα της έμπρακτης αγάπης, πράγμα που φανερώνει τη σταθερότητα  και τη ζωντάνια της χριστιανικής ελπίδας. Ελπίζοντας οι πιστοί στις υποσχέσεις του Θεού έτσι θα αποφύγουν να περιπέσουν σε αμέλεια και θα γίνουν μιμητές εκείνων οι οποίοι με την πίστη και την υπομονή τους στο Θεό κληρονόμησαν όσα τους υποσχέθηκε.

Ωστόσο το αποστολικό αυτό ανάγνωσμα μας μεταφέρει στη συγκλονιστική εκείνη στιγμή που ο Θεός συνάπτει διαθήκη με τον Αβραάμ, επαγγελλόμενος πλούσια ευλογία και πολλούς απογόνους. Κι ο Αβραάμ αφού περίμενε υπομονετικά πάρα πολλά χρόνια , πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός. Απέκτησε παιδί από την Σάρρα, τον Ισαάκ και από αυτόν πληθύνθηκαν οι απόγονοί  του σε μεγάλο έθνος. Και για να τον βεβαιώσει ο Θεός γι’ αυτές τις επαγγελίες έδωσε τον όρκο ότι θα τις πραγματοποιήσει. Κι επειδή δεν υπήρχε τίποτε μεγαλύτερο για να ορκιστεί, ορκίστηκε στον εαυτό του. Κι ο Αβραάμ δέχτηκε την ένορκη υπόσχεση του Θεού. Οι υποσχέσεις του Θεού δεν δόθηκαν μόνο στον Αβραάμ και στους  απογόνους του, αλλά  σ’ όλους τους Ισραηλίτες και στο νέο Ισραήλ, σ΄ όλους δηλαδή  τους χριστιανούς. Σ΄ όλους τους πιστούς που θα κληρονομήσουν τις θείες επαγγελίες, ο Θεός ήθελε να δείξει καθαρά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι ήταν αμετάκλητη απόφαση του να εκτελέσει όσα υποσχέθηκε. Η σύγκριση μεταξύ του Αβραάμ και του Ιησού Χριστού σημαίνει τη σύγκριση της πρώτης διαθήκης του Θεού με το Ισραήλ, του οποίου γενάρχης έγινε ο Αβραάμ, και της Νέας Διαθήκης του Θεού με ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Η Παλαιά Διαθήκη λαμβάνει την εκπλήρωση και το τέλος της με τον Ιησού Χριστό. Με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού αρχίζει η νέα Διαθήκη. Ο Χριστός καθίσταται ο Σωτήρας και η ελπίδα όλων να ανασυνδέσουν το εαυτό του με την μοναδική ελπίδα, τον Θεό, γιατί ο Χριστός είναι ο μοναδικός Μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Γι’ αυτό και εισέρχεται ως Αρχιερέας στο θυσιαστήριο για να προσφέρει και να προσφερθεί θυσία.

Οι πιστοί, επομένως,  μπορούν να έχουν μεγαλύτερη ενθάρρυνση, ώστε να κρατούν την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά τους. Αυτή την ελπίδα ο Απ. Παύλος την παρομοιάζει με την άγκυρα της ψυχής μας. Και λέει ότι αυτή μας ασφαλίζει από πνευματικούς κινδύνους επειδή είναι αμετακίνητη. Έτσι θα  αναπτύξουμε  παρακάτω το θέμα της χριστιανικής ελπίδας.
Καταρχάς να σημειώσουμε ότι μιλώντας γενικά για ελπίδα εννοούμε τη βεβαιότητα για κάτι το σημαντικό που θα συμβεί στο εγγύς ή απώτερο μέλλον. Κατά  την προ Χριστού περίοδο το περιεχόμενο της ελπίδας ήταν η πίστη και η βεβαιότητα για την έλευση του Μεσσία και Λυτρωτή του ανθρώπινου γένους. Για τη μετά Χριστό περίοδο ελπίδα είναι η είσοδος μας στη βασιλεία των ουρανών. Αυτή η ελπίδα είναι γνήσια και αυθεντική γιατί πριν από εμάς εισήλθε στον ουρανό ο αναστάς Ιησούς Χριστός. Έπειτα η ελπίδα είναι η ρίζα της ζωής, χωρίς αυτήν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει. Όταν χάσει την ελπίδα, χάνει τη δύναμη και το κουράγιο της ζωής.

Ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του Αβράαμ θέλει να δυναμώσει και να στηρίξει την ελπίδα των πιστών στον Θεό και τις υποσχέσεις του. Για το λόγο αυτό επικαλείται το παράδειγμα του Αβραάμ και μας θυμίζει τα όσα του υποσχέθηκε ο Θεός, αλλά και πόση πίστη, μακροθυμία, υπομονή, ελπίδα και αδιαμαρτύρητη υπακοή και συμμόρφωση προς το θείο θέλημα επέδειξε ο πατριάρχης. Επομένως ο Θεός είναι πάντα συνεπής στις υποσχέσεις του και είναι αδύνατο να αποδειχθεί ψεύτης. Έτσι «ισχυράν παράκλησιν έχομεν οι καταφυγόντες κρατήσαι της προκείμενης ελπίδος» . Ποια ακριβώς είναι αυτή η ελπίδα; Ασφαλώς πρόκειται για τη βασιλεία του Θεού που δεν μπορούμε να την προσεγγίσουμε διαφορετικά παρά μόνο με την πίστη και την ελπίδα. Είναι η μακάρια ελπίδα της αιώνιας ζωής (βλ. Τιτ. 1,2 και 2,13),  «η ελπίς δικαιοσύνης» που απεκδεχόμαστε και η οποία «απόκειται ημίν εν τοις ουρανοίς»(βλ. Γαλ. 5,5 και Κολ. 1,5).

Η σάρκωση του  Ιησού Χριστού  και το απολυτρωτικό του έργο κατέστησε τη  Βασιλεία του Θεού και τη σωτηρία των ανθρώπων παρούσα στο χώρο και στο χρόνο. Εν τούτοις, εξακολουθεί να έχει εσχατολογική προοπτική, είναι ένα γεγονός που για να ολοκληρωθεί, θα μεσολαβήσει ο θριαμβευτικός ερχομός του Ιησού Χριστού ο «οποίος θα αποδώσει εκάστω κατά τας πράξεις αυτού» (Ματθ. 16,27). Έτσι, η ελπίδα εξακολουθεί να υπάρχει, είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός , η ελπίδα όλου του κόσμου, όπως λέει και ο Απ. Παύλος «Χριστός Ιησούς η ελπίς ημών» (Α΄ Τιμ. 1,1), είναι η ελπίδα που δυναμώνει την πνευματική μας ζωή και τον πνευματικό μας αγώνα. Όταν είναι «ζώσα» (Α΄ Πετρ. 1,3), τότε γίνεται μέσα μας πηγή υπομονής και θάρρους. Ο άνθρωπος που ελπίζει στον Θεό δεν κάμπτεται μπροστά στις δυσκολίες και τις δοκιμασίες της ζωής, δεν απελπίζεται στις δύσκολες στιγμές, μένει αταλάντευτα προσηλωμένος στον Χριστό. Εναποθέτει την ελπίδα του στον Χριστό και επικαλείται τη βοήθεια του με πίστη και υπομονή.

Εφ΄ όσον οι υποσχέσεις του Θεού παραμένουν αμετάκλητες, εμείς που καταφεύγουμε στον Θεό οφείλουμε να μείνουμε σταθεροί σ’ αυτά που ελπίζουμε. Η ελπίδα μας αυτή, μας ασφαλίζει και μας οδηγεί στα ενδότερα του καταπετάσματος, όπου μπήκε πριν από εμάς ο Ιησούς Χριστός, αρχιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ. Ο Χριστός ως μέγας αρχιερέας με τη σταυρική του θυσία μπήκε στα άγια των αγίων που ήταν χώρος συναντήσεως του Θεού και όπου εισέρχονταν μόνο οι αρχιερείς. Ο Χριστός με τη θυσία του εισήλθε με τη θεία και  ανθρώπινη φύση στα Άγια των Αγίων  και έτσι οδήγησε την ανθρωπότητα στην ένωσή της με τον Θεό. Προπορεύτηκε για να διανοίξει το δρόμο για μας και, όπως ο ίδιος μας διαβεβαίωσε, για να μας ετοιμάσει τόπο στην αιώνια βασιλεία του (Ιω. 14,3). Πρόδρομος για μας ο Χριστός. Όχι απλώς  άνοιξε το δρόμο αλλά και  μας ενισχύει, ώστε να βαδίζουμε  κι εμείς το δρόμο που καταλήγει στον ουρανό. Άφησε ως οδοδείκτη  του Ουρανού το Ευαγγέλιο του. Και προσφέρει προς ενδυνάμωση στις δυσκολίες της αναβάσεως προς τους Ουρανούς τη χάρη του. Λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς. Ο δε πρόδρομος τινών εστι πρόδρομος, ώσπερ Ιωάννης του Χριστού. Και ουκ είπεν απλώς, εισήλθεν, αλλ΄ όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν, ως και ημών οφειλόντων καταλαβείν. Ου πολύ γαρ του προδρόμου και των επομένων οφείλει είναι το μέσον˙ επει ουδ΄ αν ειη πρόδρομος. Τον γάρ πρόδρομον και τους επομένους εν τη αυτή χρή είναι οδώ, και το μεν οδεύειν, τους δε επικαταλαμβάνειν» (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους Επιστολή αρ. παραγράφου 2 , Ε.Π.Ε. 24, 478).

Η είσοδος αυτή του Χριστού ως πρόδρομου δημιουργεί την ελπίδα των Χριστιανών, η οποία ελπίδα παρομοιάζεται με την άγκυρα ενός πλοίου. Πώς ασφαλίζεται το πλοίο από τους κλυδωνισμούς, από τους δυνατούς ανέμους, τα πελώρια κύματα και την τρικυμία; Ρίχνει την άγκυρα του στο βυθό, που είναι σταθερός και αμετακίνητος. Η άγκυρα γαντζώνεται γερά και το πλοίο που βρίσκεται στην τρικυμισμένη επιφάνεια της θάλασσας μένει σταθερό, και όσο κι αν το κτυπούν οι άνεμοι, δεν πρόκειται να το μετακινήσουν. Χωρίς αμφιβολία η εικόνα της άγκυρας είναι η πιο παραστατική παραβολική έκφραση της ελπίδας. Ο Απ. Παύλος παρομοιάζει λοιπόν την ελπίδα μας προς τον Κύριο με μια άγκυρα. Μια άγκυρα όμως που δεν βυθίζεται στον πυθμένα της θάλασσας αλλά στο ιερότερο μέρος του σύμπαντος, στον ουρανό, στα επουράνια Άγια των Αγίων, στο θρόνο του Θεού. Οι τρικυμίες, οι ανεμοθύελλες και οι πειρασμοί της ζωής είναι πολλοί, αλλά εμείς πρέπει να παλεύουμε και να μην αντιστεκόμαστε, γιατί μπορεί να μην έχουμε φτάσει στον προορισμό μας όμως έχουμε εκεί αγκυροβολημένη την ελπίδα. Βρισκόμαστε ακόμα στη γη κι όμως με την ελπίδα βρισκόμαστε και στον ουρανό. Λέει ο ιερός Χρυσόστομος «Εν τω κόσμω έτι όντας ουδέπω μεταστάντας του βίου, δείκνυσιν ήδη όντας εν τοις επηγγελμένοις. Δια γαρ της ελπίδος ήδη εν τω ουρανώ εσμέν» (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους Επιστολή αρ. παργράφου 2, Ε.Π.Ε 24,476).

18-3-2018

Κυριακή Δ’ των Νηστειών

(Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος)

Ευαγγέλιον κατά Μάρκου (θ’ 17-31)

Πρωτότυπο κείμενο

Τω καιρώ εκείνω άνθρωπός τις προσήλθε τω Ιησού γονυπετών αυτώ και λέγων διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε, έχοντα πνεύμα άλαλον. και όπου αν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού, και ξηραίνεται• και είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι, και ουκ ίσχυσαν. ο δε αποκριθείς αυτώ λέγει˙ ώ γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι; έως πότε ανέξομαι υμών; φέρετε αυτόν προς με. και ήνεγκαν αυτόν προς αυτόν. και ιδών αυτόν ευθέως το πνεύμα εσπάραξεν αυτόν, και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων. και επηρώτησε τον πατέρα αυτού• πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ; ο δε είπε• παιδιόθεν. και πολλάκις αυτόν και εις το πυρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν˙ αλλ’ ει τι δύνασαι, βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς εφ’ ημάς. ο δε Ιησούς είπεν αυτώ το εί δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδιού μετά δακρύων έλεγε˙ πιστεύω, κύριε˙ βοήθει μου τη απιστία. ιδών δε ο Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος, επετίμησε τω πνεύματι τω ακαθάρτω λέγων αυτώ• το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. και κράξαν και πολλά σπαράξαν αυτόν εξήλθε, και εγένετο ωσεί νεκρός, ώστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. ο δε Ιησούς κρατήσας αυτόν της χειρός ήγειρεν αυτόν και ανέστη. Και εισελθόντα αυτόν εις οίκον οι μαθηταί αυτού επηρώτων αυτόν κατ’ ιδίαν, ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό. και είπεν αυτοίς• τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία. Και εκείθεν εξελθόντες παρεπορεύοντο δια της Γαλιλαίας και ουκ ήθελεν ίνα τις γνώ˙ εδίδασκε γαρ τους μαθητάς αυτού και έλεγεν αυτοίς ότι ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και αποκτανθείς τη τρίτη ημέρα αναστήσεται.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, γονάτισε μπροστά του και είπε• Διδάσκαλε,• σου έφερα το γιο μου, που έχει πνεύμα άλαλο• Και όπου τον πιάσει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξεραίνεται• και είπα στους μαθητές σου για να το βγάλουν και δεν μπόρεσαν. Και ο Ιησούς του αποκρίθηκε και λέγει• Ω γενεά άπιστη, ως πότε θα είμαι μαζί σας ως πότε θα σας βαστάξω; Φέρτε μου εδώ το παιδί. Και του το έφεραν. Και όταν το παιδί είδε τον Ιησού, αμέσως το πονηρό πνεύμα το τράνταξε και έπεσε στη γη και κυλιόταν αφρίζοντας. Και ο Ιησούς ρώτησε τον πατέρα του• Πόσος καιρός είναι από τότε που το έπαθε; Και ο πατέρας είπε• Από τότε που ήταν παιδί. Και πολλές φορές και στη φωτιά τον έριξε και στο νερό για να τον ξεκάμει• μα αν κάτι μπορείς, λυπήσου μας και βοήθησε μας. Και ο Ιησούς του είπε• Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει. Και αμέσως έβαλε φωνή ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και είπε• Πιστεύω Κύριε• βόηθα με στην απιστία μου. Και όταν είδε ο Ιησούς πως μαζεύεται κόσμος, μίλησε αυστηρά στο ακάθαρτο πνεύμα και του λέγει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, να βγεις από το παιδί και να μην ξαναμπείς σ’ αυτό. Και το πνεύμα, αφού έβαλε μεγάλη φωνή και τράνταξε δυνατά το παιδί, βγήκε• και το παιδί έγινε σαν νεκρό, ώστε πολλοί να λέγουν πως πέθανε. Και ο Ιησούς το ‘πιασε από το χέρι και το σήκωσε και εκείνο στάθηκε ορθό. Και όταν ο Ιησούς πήγε στο σπίτι οι μαθητές του τον πήραν κατά μέρος και τον ρωτούσαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; Και τους είπε• Τα πονηρά πνεύματα με κανέναν τρόπο δε βγαίνουν παρά μόνο με προσευχή και με νηστεία. Και αφού βγήκαν από εκεί διάβαιναν κρυφά μέσα από τη Γαλιλαία και κανείς δεν ήθελε να το ξέρει. Γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε πως ο υιός του ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια των ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν και αφού πεθάνει την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.

Σχολιασμός

Βρισκόμαστε στη Δ΄ Κυριακή των νηστειών  και η Εκκλησία μας προβάλλει τον μεγάλο ασκητή και όσιο Ιωάννη συγγραφέα του βιβλίου της Κλίμαξ, για να μας υπενθυμίσει ότι η πνευματική ανάβαση μέσω της συνεχούς και άοκνου ασκήσεως οδηγεί τους πιστούς στην αγιότητα. Η άσκηση μοιάζει με μια κλίμακα, με μια σκάλα , η οποία ξεκινά  από τη γη και φτάνει στον ουρανό.

Το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα μας παρουσιάζει  το θαύμα του Χριστού, κατά το οποίο θεράπευσε το δαιμονισμένο παιδί. Μόλις ο Κύριος κατέβηκε από το όρος Θαβώρ, από το φως της Μεταμορφώσεως κάτω στον κόσμο, ένας πατέρας έτρεξε κοντά του να Του πει το μεγάλο πόνο του: Διδάσκαλε, σου έφερα τον γιο μου, που τον κυρίευσε δαιμονικό πνεύμα και του πήρε τη φωνή. Υποφέρει πολύ! Όταν τον πιάσει, τον ρίχνει στη γη, τον κάνει ν’ αφρίζει, να τρίζει τα δόντια του και τον αφήνει ξερό και αναίσθητο. Πολλές φορές τον έριξε στη φωτιά και στο νερό για να τον εξοντώσει. Παρακάλεσα τους μαθητές σου να τον ελευθερώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν.

Τότε ο Κύριος γεμάτος παράπονο αναφώνησε:  Ω γενεά που παραμένεις άπιστη και διεστραμμένη, ενώ είδες τόσα θαύματα! Μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας και θα σας ανέχομαι; Φέρτε τόν μου εδώ.

Μόλις όμως έφεραν τον νέο μπροστά στον Κύριο, το θέαμα ήταν φοβερό. Το πονηρό πνεύμα άρχισε να συνταράζει με σπασμούς τον νέο, ο οποίος, αφού έπεσε στη γη, κυλιόταν κι έβγαζε αφρούς από το στόμα του. Δεν μπορούσε όμως να πει ούτε λέξη. Μόνο κραυγές μπορούσε να βγάζει πολλές, που συγκλόνιζαν τις καρδιές όσων τον έβλεπαν. Ο νέος αυτός δεν μπορούσε να μιλήσει, να εκφράσει την ικεσία του στον Κύριο, να ζητήσει τη σωτηρία του. Κι αντί γι’ αυτόν παρακαλεί ο πατέρας, ο οποίος παρακαλεί τον Κύριο να θεραπεύσει το παιδί του.

Εδώ έχουμε μία περίπτωση δαιμονισμένου παιδιού. Όμως ο διάβολος και με πολλούς άλλους τρόπους εξουσιάζει τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως στη δαιμονοκρατούμενη εποχή μας, πόσοι νέοι ζουν μακριά από τον Θεό και υποφέρουν κυριευμένοι από τα δαιμονικά τους πάθη. Μαζί τους βασανίζονται και οι συγγενείς τους. Κι όταν αυτοί είναι άνθρωποι του Θεού, υποφέρουν ακόμη περισσότερο κατανοώντας την κατάσταση των αγαπημένων τους.

 Ο διάβολος θέλει να ξεκόψουμε από το Θεό για να χάσουμε τη σωτηρία μας, που είναι η αληθινή ζωή μας. Στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ο άνθρωπος αγωνίζεται για να συντρίψει με τη βοήθεια του Θεού την αμαρτία. Μόνο έτσι μπορούμε να πλησιάσουμε τον Κύριο, που είναι ο Λυτρωτής και ο Σωτήρας μας. Το Ευαγγέλιο μας παρουσιάζει το δυστυχισμένο πατέρα, που είχε το δαιμονισμένο παιδί. Μας δείχνει πως καταντάει ο άνθρωπος, όταν κυριευθεί από το σατανά. Η αμαρτία μας ξεμακραίνει από το Θεό. Μας κάνει δούλους του σατανά, ο οποίος  μας βασανίζει με το χειρότερο τρόπο. Σ’ αυτή τη φοβερή κατάσταση δε φτάνει ο άνθρωπος απότομα, αλλά σιγά – σιγά. Από τη μικρή ηλικία αρχίζουμε να κάνουμε ορισμένες παρεκτροπές, που μας απομακρύνουν από το Θεό. Ξεχνάμε την προσευχή. Αραιώνουμε τον εκκλησιασμό. Αναβάλλουμε την εξομολόγηση. Καθυστερούμε τη θεία Κοινωνία. Όλα αυτά είναι άσχημα δείγματα. Το Ευαγγέλιο μας λέγει ότι ο άνθρωπος προχωρεί στο κακό και την καταστροφή.

Το παράδειγμα του πατέρα είναι πολύ συγκινητικό. Με δάκρυα στα μάτια απάντησε στον Κύριο που τον ρώτησε αν πιστεύει: «Πιστεύω, Κύριε, αλλά βόηθα την απιστία μου». Ο πατέρας φαίνεται πως είχε στην καρδιά του μεγάλη ταπείνωση, γι’ αυτό και οδηγήθηκε στο σημείο να εμπιστεύεται στο Χριστό. Αισθανόταν όμως μέσα του και μια ολιγοπιστία. Παρακαλεί τον Κύριο να τον δυναμώσει με τη θεϊκή του δύναμη και να του χαρίσει το δώρο της πίστεως. Μακάρι και εμείς με πολύ ταπείνωση να παρακαλούμε το Θεό να δυναμώνει την πίστη μας και να μας χαρίζει τη σωτηρία της ψυχής και του σώματος μας.

Οι μαθητές δεν μπόρεσαν να κάμουν αυτό το θαύμα και ο Κύριος τους λέγει ότι τα πονηρά πνεύματα απομακρύνονται μόνο με την προσευχή και τη νηστεία. Με την προσευχή ο άνθρωπος συνδέεται με το Θεό, ζητεί τη βοήθεια Του και τη δύναμη Του. Ιδιαίτερα τη Μεγάλη Σαρακοστή η προσευχή μας οπλίζει με τέτοια δύναμη, ώστε να συνεχίσουμε νικηφόρα τον αγώνα μας κατά του διαβόλου και της αμαρτίας. Η νηστεία επίσης μας βοηθάει να πλησιάσουμε το Θεό. Με τη νηστεία προσπαθούμε να στερήσουμε τον εαυτό μας από κάτι, για την αγάπη του Θεού. Η νηστεία μας γεμίζει με τη δύναμη του Θεού, γιατί διαρκώς μας προσφέρει την αγάπη Του, που μας συντηρεί και μας λυτρώνει. Διότι, όταν ο άνθρωπος προσεύχεται έπειτα από νηστεία τροφών και παθών, η προσευχή του έχει το στοιχείο της ασκήσεως, της θυσίας και της προσφοράς. Τότε ο άνθρωπος δεν δυσκολεύεται να προσευχηθεί, δεν κουράζεται από το βάρος των φαγητών ή από το βάρος των τύψεων, αλλά είναι ανάλαφρος. Η νηστεία που ορίζει η Εκκλησία μας δίνει φτερά στην προσευχή, διότι ταπεινώνει τον άνθρωπο. Τον γυμνάζει σωματικά και ψυχικά. Απονεκρώνει τις σαρκικές επιθυμίες, τις  ηδονές και προετοιμάζει το σώμα κατάλληλα για να μην καταστεί εμπόδιο, αλλά να υπηρετήσει την ψυχή την ώρα της προσευχής. Μια τέτοια προσευχή, που γίνεται με νηστεία τροφών και παθών, επειδή έχει το στοιχείο της ταπεινώσεως, αυξάνει και την πίστη. Και γίνεται έτσι μια ζωντανή εμπειρία, αυξάνει τη θέρμη της καρδιάς μας, μας κάνει να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού μπροστά μας. Και φέρνει τη χάρη του Θεού και το θαύμα.

Αυτά ακριβώς τα δυο πνευματικά όπλα, την προσευχή συνδυασμένη με τη νηστεία, μας καλεί η Εκκλησία μας να χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τώρα κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τώρα περισσότερη προσευχή, μεγαλύτερες Ακολουθίες, αλλά και αυστηρότερη νηστεία, εντατικότερη άσκηση. Ας  συνεχίσουμε λοιπόν τον αγώνα μας στον πνευματικό στίβο με τα όπλα αυτά και θα έχουμε μαζί μας την ακατανίκητη δύναμη της Χάριτος του Θεού.

Πρέπει να εργαστούμε στο μυστικό αμπελώνα του Κυρίου και να προσφέρουμε καρπούς μετάνοιας. Να μην κοπιάζουμε μόνον γι’ αυτά που τρώμε και πίνουμε, αλλά να κατορθώνουμε τις αρετές με την προσευχή και τη νηστεία. Ο Κύριος του έργου με τέτοιες αρετές, μας δίνει δηνάρια (= δύναμη) για να λυτρώσει τις ψυχές μας, που είναι χρεωμένες από την αμαρτία, αυτός που μας χαρίζει αποκλειστικά το πολύ έλεος του.

11-3-2018

Κυριακή Γ’ των Νηστειών

της Σταυροπροσκυνήσεως

Εωθινόν Ευαγγέλιον Ζ΄

κατά Ιωάννην (κ΄, 1 – 10) 

Πρωτότυπο κείμενο

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. Τρέχει οὖν, καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ πρὸς τὸν ἄλλον Μαθητὴν, ὃν ἐφίλει ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος Μαθητὴς, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος Μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου, καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας, βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια· οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. Τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος Μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε, καὶ ἐπίστευσεν· Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

Νεοελληνική Απόδοση

Τήν πρώτη μέρα μετά τό Σάββατο, τό πρωί, κι ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά, ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνῆμα καί βλέπει τήν πέτρα μετατοπισμένη ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Τρέχει, λοιπόν, καί πηγαίνει στό Σίμωνα Πέτρο καί στόν ἄλλο μαθητή πού ὁ Ἰησοῦς τόν ἀγαποῦσε, καί τούς λέει: «Πῆραν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν ξέρουμε ποῦ τόν ἔβαλαν». Βγῆκαν τότε ἔξω ὁ Πέτρος κι ὁ ἄλλος μαθητής κι ἔρχονταν στό μνῆμα. Ἔτρεχαν κι οἱ δυό μαζί. Ὁ ἄλλος μαθητής ὅμως ἔτρεξε γρηγορότερα ἀπό τόν Πέτρο κι ἔφτασε πρῶτος στό μνῆμα. Σκύβει μέσα γιά νά δεῖ καί βλέπει τίς πάνινες λουρίδες στό ἔδαφος, δέν μπῆκε ὅμως μέσα. Ἔφτασε μετά κι ὁ Σίμων Πέτρος, πού ἐρχόταν πίσω του, καί μπῆκε μέσα στό μνῆμα. Ἐκεῖ βλέπει στό ἔδαφος τίς πάνινες λουρίδες κάτω, καί τό σουδάριο μέ τό ὁποῖο εἶχαν δέσει τό κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ νά μήν εἶναι μαζί μέ τίς λουρίδες, ἀλλά σέ μιά μεριά τυλιγμένο χωριστά. Ἐκείνη τή στιγμή, μπῆκε μέσα κι ὁ ἄλλος μαθητής, πού εἶχε ἔρθει πρῶτος στό μνῆμα, τά εἶδε αὐτά καί πίστεψε. Γιατί, ὥς τότε δέν εἶχαν καταλάβει τή Γραφή, πού λέει ὅτι σύμφωνα μέ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας θ’ ἀνασταινόταν ἀπό τούς νεκρούς. Οἱ μαθητές ἔφυγαν τότε καί γύρισαν πάλι στό σπίτι τους. 

11-3-2018

Κυριακή Γ’ των Νηστειών

της Σταυροπροσκυνήσεως

Απόστολος προς Εβρ. (δ’ 14-16, ε’ 1-6)

Πρωτότυπο κείμενο

Αδελφοί, έχοντες ουν αρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τους ουρανούς, Ιησούν τον υιόν του Θεού, κρατώμεν της ομολογίας. Ου γαρ έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών, πεπειρασμένον δε κατά πάντα καθ΄ ομοιότητα χωρίς αμαρτίας. προσερχώμεθα ουν μετά παρρησίας τω θρόνω της χάριτος, ίνα λάβωμεν έλεον και χάριν εύρωμεν εις εύκαιρον βοήθειαν. Πας γαρ αρχιερεύς εξ ανθρώπων λαμβανόμενος υπέρ ανθρώπων καθίσταται τα προς τον Θεόν, ίνα προσφέρη δώρα τε και θυσίας υπέρ αμαρτιών, μετριοπαθείν δυνάμενος τοις αγνοούσι και πλανωμένοις, επεί και αυτός περίκειται ασθένειαν. Και δια ταύτην οφείλει, καθώς περί του λαού, ούτω και περί εαυτού προσφέρειν υπέρ αμαρτιών. Και ουχ εαυτώ τις λαμβάνει την τιμήν, αλλά καλούμενος υπό του Θεού, καθάπερ και Ααρών. Ούτω και ο Χριστός ουχ εαυτόν εδόξασε γενηθήναι αρχιερέα, αλλ΄ ο λαλήσας προς αυτόν• υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε• καθώς και εν ετέρω λέγει• συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.

Νεοελληνική Απόδοση

Ας κρατήσουμε, λοιπόν, σταθερά την πίστη που ομολογούμε. Γιατί έχουμε μέγαν αρχιερέα, που έφτασε ως το θρόνο του Θεού, τον Ιησού, τον Υιό του Θεού. Δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να συμμεριστεί τις αδυναμίες μας. Αντίθετα, έχει δοκιμαστεί σε όλα, επειδή έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ας πλησιάσουμε, λοιπόν, με θάρρος το θρόνο της χάριτος του Θεού, για να μας σπλαχνιστεί και να μας δωρίσει τη χάρη του, την ώρα που τη χρειαζόμαστε. Κάθε αρχιερέας που προέρχεται από ανθρώπους εγκαθίσταται για να υπηρετεί το Θεό για χάρη τους και για να προσφέρει δώρα και θυσίες για τις αμαρτίες τους. Είναι σε θέση να δείχνει ανοχή σ΄ όσους ζουν στην άγνοια και στην πλάνη, αφού κι ο ίδιος έχει ανθρώπινες αδυναμίες. Εξαιτίας τους είναι υποχρεωμένος να προσφέρει, όπως για το λαό, έτσι και για τον εαυτό του, θυσίες για τη συγχώρηση των αμαρτιών. Επίσης, κανένας δεν παίρνει μόνος του αυτή την τιμή, αλλά όταν τον καλέσει ο Θεός, όπως ακριβώς τον Ααρών. Έτσι και ο Χριστός, δεν τίμησε ο ίδιος τον εαυτό του με το αξίωμα του αρχιερέα, αλλά του το έδωσε εκείνος που του είπε: Είσαι ο Υιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα. Σ΄ ένα άλλο σημείο η Γραφή λέει: Εσύ είσαι ιερέας για πάντα όπως ο Μελχισεδέκ.

Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μέγας αρχιερέας

Η τρίτη Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό. Η Εκκλησία προβάλλει ενώπιόν μας τον Τίμιο Σταυρό του Ιησού Χριστού και μας υπενθυμίζει τη σταυρική του θυσία για τη δική μας σωτηρία. Η αποστολική περικοπή της ημέρας προέρχεται από την Προς Εβραίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου και διαπραγματεύεται το αρχιερατικό αξίωμα του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός ως ο Μέγας Αρχιερέας είναι Εκείνος που προσέφερε τον εαυτό του θυσία πάνω στο Σταυρό για τη σωτηρία όλου του ανθρωπίνου γένους. Η αρχιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ο τύπος και η προτύπωση της αρχιερωσύνης του Ιησού Χριστού. Ωστόσο ο Ιησούς Χριστός μένει «εις τον αιώνα» ως ο μαναδικός Αρχιερέας και μεσίτης της νέας Διαθήκης.

Ο Ιησούς Χριστός, λοιπόν, είναι ο Μέγας Αρχιερέας γιατί θυσίασε τον εαυτό του για την άφεση των αμαρτιών των ανθρώπων, αλλά και γιατί είναι ο Υιός του Θεού, «έχοντες ουν αρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τους ουρανούς, Ιησούν τον υιόν του Θεού». Η χρήση του πληθυντικού αριθμού για τον ουρανό δεν είναι άγνωστη στην Αγία Γραφή. Ο Ιησούς Χριστός κατά τον Απόστολο Παύλο έγινε «υψηλότερος των ουρανών» (Εβρ.7,26) και «εκάθισεν εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς» (Εβρ.8,1). Με τις εκφράσεις αυτές τονίζεται η δόξα του Αναστημένου Χριστού, ο οποίος μετά την Ανάσταση και Ανάληψή του στους ουρανούς έγινε ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Προφήτης Μωυσής δεν κατόρθωσε να εισέλθει στην γη της επαγγελίας, ούτε και να εισαγάγει ο ίδιος το λαό του Θεού σε αυτήν. Αντίθετα ο Ιησούς Χριστός, φέροντας και την ανθρώπινη φύση, κατόρθωσε να ανεβάσει τον άνθρωπο στους ουρανούς και να του δώσει τη δυνατότητα να γίνει μέτοχος της Βασιλείας του Θεού. Αυτή είναι η «ομολογία» που κατά τον Απόστολο Παύλο οφείλουμε να «κρατώμεν», είναι η ομολογία πίστεως στον Ιησού Χριστό, ότι δηλαδή αυτός είναι ο Υιός του Θεού, ο λυτρωτής του κόσμου.

Παρά το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μέγας Αρχιερέας, εντούτοις δεν παύει να αντιμετωπίζει με συμπάθεια και φιλανθρωπία τις αδυναμίες μας: «Ου γαρ έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών». Ο Ιησούς Χριστός βλέπει με συμπάθεια και ευσπλαχνία τις ατέλειες και αδυναμίες μας, γιατί ακριβώς γνωρίζει την ανθρώπινη φύση μας. Ο ίδιος στην επί γης πορεία και δράση του υπέμεινε πειρασμούς, όπως υπομένει και ο καθένας από εμάς: «πεπειρασμένον δε κατά πάντα καθ΄ ομοιότητα χωρίς αμαρτίας». Στην ομοιότητα του Ιησού Χριστού μαζί μας, υπάρχει μία ουσιαστική διαφορά, η αμαρτία. Ο Ιησούς Χριστός δηλαδή υπήρξε όμοιος με εμάς κατά πάντα, όμως «χωρίς αμαρτίας». Εμείς εξαιτίας της αδυναμίας μας υποκύπτουμε στους πειρασμούς και αμαρτάνουμε, ο Ιησούς Χριστός όμως παρέμεινε ανυποχώρητος στους πειρασμούς και αναμάρτητος. Αυτό βέβαια δεν τον έκανε να βλέπει με σκληρότητα και ασπλαχνία – όπως εμείς το πράττουμε πολλές φορές – τους ανθρώπους που υποκύπτουν σε πειρασμούς. Η επιείκεια και η ευσπλαχνία είναι το χαρακτηριστικό του Μεγάλου Αρχιερέως Ιησού Χριστού.

Ο εύσπλαχνος, φιλάνθρωπος και επιεικής Ιησούς Χριστός είναι έτοιμος πάντοτε να δεχτεί και να βοηθήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο. Η πίστη και η βεβαιότητα στη συμπάθεια και ευσπλαχνία του, μας δίνει το θάρρος να «προσερχώμεθα τω θρόνω της χάριτος», για να λάβουμε την άφεση των αμαρτιών και να μπορούμε να μετέχουμε στη χάρη του Θεού: «ίνα λάβωμεν έλεον και χάριν εύρωμεν». Ο Ιησούς Χριστός διάκειται απέναντί μας με συμπάθεια, ευσπλαχνία και επιείκεια, αλλά αναμένει και τη δική μας κίνηση προς αυτόν. «Πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄Τιμοθ.2,4), ωστόσο δεν αναγκάζει ποτέ κανένα «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν» (Μαρκ.8,34).

Ο Απόστολος Παύλος μετά τις διαπιστώσεις αυτές για τον Μεγάλο Αρχιερέα Ιησού Χριστό, προχωρεί σε μια σύγκρισή του με τους αρχιερείς της Παλαιάς Διαθήκης, ξεκινώντας πρώτα από τα κοινά σημεία, ενώ στη συνέχεια υπογραμμίζει τα στοιχεία εκείνα, τα οποία ο Ιησούς Χριστός διαθέτει αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος. Το πρώτο κοινό στοιχείο με τους αρχιερείς της Παλαιάς Διαθήκης είναι ότι κάθε αρχιερέας λαμβάνεται ανάμεσα από τους ανθρώπους, είναι δηλαδή και αυτός άνθρωπος. Ο Ιησούς Χριστός με την ενανθρώπησή του, έλαβε την ανθρώπινη φύση, άρα ήταν και άνθρωπος. Το δεύτερο κοινό στοιχείο που υπάρχει μεταξύ του Ιησού Χριστού και των αρχιερέων της Παλαιάς Διαθήκης είναι ότι «καθίσταται υπέρ ανθρώπων», είναι δηλαδή μεσίτης των ανθρώπων προς τον Θεό. Έργο των αρχιερέων ήταν η προσφορά των δώρων και των θυσιών για τη συγχώρηση των αμαρτιών του λαού. Ο Ιησούς Χριστός προσέφερε τον ίδιο τον εαυτό του δώρο και θυσία «υπέρ των αμαρτιών» όλου του ανθρωπίνου γένους. Ένα τρίτο κοινό στοιχείο είναι η συμπάθεια και συγκατάβαση που όφειλαν να δείχνουν οι αρχιερείς απέναντι στις αδυναμίες των ανθρώπων. Στο σημείο όμως αυτό υπάρχει και μια μεγάλη διαφορά μεταξύ των αρχιερέων του νόμου και του Ιησού Χριστού. Ο αρχιερέας έπρεπε να δείχνει συμπάθεια στις αδυναμίες των ανθρώπων γιατί «και αυτός περίκειται ασθένειαν», δηλαδή υπόκειται και αυτός στην επιρροή της αμαρτίας. Επομένως είχε την υποχρέωση να προσφέρει θυσίες για τις αμαρτίες του λαού αλλά και για τις δικές του: «δια ταύτην οφείλει, καθώς περί του λαού, ούτω και περί εαυτού προσφέρειν υπέρ αμαρτιών». Το στοιχείο αυτό δεν είναι κοινό μεταξύ του Ιησού Χριστού και των αρχιερέων του νόμου. Ο Ιησούς Χριστός υπερέχει κατά πολύ απέναντί τους, γιατί ο ίδιος δεν υπόκειται στην ασθένεια της αμαρτίας, κατά συνέπεια δεν είχε ανάγκη να προσφέρει θυσίες για τον εαυτό του.

Ένα άλλο κοινό στοιχείο μεταξύ των αρχιερέων του νόμου και του Ιησού Χριστού είναι ότι στο αρχιερατικό αξίωμα δεν ανέρχεται κανείς από μόνος του, αλλά μετά από κλήση που του απευθύνει ο Θεός: «ουχ εαυτώ τις λαμβάνει την τιμήν, αλλά καλούμενος υπό του Θεού, καθάπερ και Ααρών». Αυτό που συνέβαινε και με τους αρχιερείς του νόμου συνέβη και με τον Ιησού Χριστό, δεν πήρε μόνος του την αρχιερωσύνη, αλλά του την ανέθεσε ο Θεός Πατέρας του: «ουχ εαυτόν εδόξασε γενηθήναι αρχιερέα, αλλ΄ ο λαλήσας προς αυτόν• υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Παρά το ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ο αναμενόμενος ανά τους αιώνες Μεσσίας, ο λυτρωτής του κόσμου, εντούτοις δεν ανάλαβε από μόνος του, αυτόκλητα το αρχιερατικό αξίωμα, αλλά κλήθηκε και απεστάλη στο έργο αυτό από τον Θεό Πατέρα. Η αρχιερωσύνη του Ιησού Χριστού δεν προέρχεται από την τάξη και διαδοχή του Ααρών, αλλά «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ», είναι δηλαδή ο αιώνιος και ατελεύτητος αρχιερέας και μεσίτης των ανθρώπων προς τον Θεό. Σε κάθε θεία λειτουργία ο Ιησούς Χριστός εξακολουθεί να είναι ο Μέγας και αιώνιος Αρχιερεύς, ο θύτης και το θύμα, ο προσφέρων και προσφερόμενος και διαδιδόμενος εις τους αιώνας.

Ο Τίμιος Σταυρός, τον οποίον η Εκκλησία μας τοποθετεί στο μέσον της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής προς προσκύνηση των πιστών είναι ο θρόνος του Μεγάλου Αρχιερέως Ιησού Χριστού. Είναι το σύμβολο της θυσίας του «υπέρ αμαρτιών» του κόσμου, είναι το σύμβολο της αυτοθυσίας του για τη σωτηρία ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Προσκυνώντας τον Τίμιο Σταυρό «κρατώμεν της ομολογίας» κατά τον Απόστολο Παύλο, ομολογούμε δηλαδή την πίστη μας, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Λυτρωτής του κόσμου, ο Μέγας Αρχιερεύς, ο αιώνιος μεσίτης των ανθρώπων προς τον Θεό. Ταυτόχρονα μέσα στην πορεία της ζωής μας, όπως Εκείνος σήκωσε το Σταυρό του Μαρτυρίου, σηκώνουμε ο καθένας το δικό του σταυρό. Τον σταυρό του πόνου, της θλίψης, του πένθους, της ασθένειας, των ποικίλων πειρασμών και δυσκολιών της ζωής. Η σταυρώσιμη όμως πορεία της ζωής μας, σηματοδοτεί την θριαμβευτική ανάσταση, τη λύτρωση από τη φθορά, την αμαρτία και τον θάνατο. Όπως ο Σταυρός υπήρξε η Δόξα του Ιησού Χριστού, έτσι και ο σταυρός του καθενός μας θα γίνει η αιτία της δόξας και σωτηρίας μας.

11-3-2018

Κυριακή Γ’ των Νηστειών

της Σταυροπροσκυνήσεως

Ευαγγέλιον κατά Μαρκ. (η΄ 34 – θ΄1)

Πρωτότυπο Κείμενο

Είπεν ο Κύριος∙ όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι. ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν∙ ος δ’αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; ος γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο Υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων. Και έλεγεν αυτοίς∙ αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου εώς αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει.

Νεοελληνική Απόδοση

Είπεν ο Κύριος «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει∙ όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας του ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει. Γιατί τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο αλλά χάσει τη ζωή του; Τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος σαν αντάλλαγμα για τη ζωή του; Όποιος ζώντας μέσα σ’ αυτή τη γενιά την άπιστη κι αμαρτωλή, ντραπεί για μένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν κι ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα του, μαζί με τους αγίους αγγέλους». Και τους έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν το θάνατο, πριν δουν να έρχεται δυναμικά η βασιλεία του Θεού».

Σχολιασμός

Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως σήμερα και η Εκκλησία μας προβάλλει το Σταυρό του Χριστού. Η προβολή αυτή του Σταυρού έχει διπλή έννοια και σκοπό. Αποτελεί, από τη μια, προετοιμασία για την υποδοχή σταυρικού πάθους του Χριστού, του οποίου θα γίνουμε μάρτυρες κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα. Από την άλλη μας υπενθυμίζει την κλήση του Χριστού προς τους μαθητές του να σηκώσουν το δικό τους σταυρό για να αποδείξουν την ταυτότητά τους.

Λίγες εβδομάδες πριν από το πάθος του o Κύριος κάλεσε τους μαθητές του και τα πλήθη του λαού για να τους πει λόγια βαρυσήμαντα για τη ζωή τους και τη ζωή όλων μας. Όποιος θέλει, είπε, να με ακολουθήσει και να γίνει μαθητής μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας πάρει τη σταθερή απόφαση να υποστεί για μένα όχι μόνο κάθε θλίψη και δοκιμασία αλλά και θάνατο σταυρικό και τότε ας με ακολουθήσει. Τι σημαίνει όμως απαρνούμαι τον εαυτό μου; Ο απόστολος Παύλος το εκφράζει με την εικόνα της νέκρωσης του παλαιού ανθρώπου. Απαρνούμαι τον εαυτό μου σημαίνει ότι νεκρώνω τον παλαιό άνθρωπο, τον «κακό μου εαυτό». Παύω να υπάρχω γι’ αυτόν. Αρνούμαι δηλαδή και νεκρώνω τα θελήματα και τις επιθυμίες και τις ροπές του παλαιού ανθρώπου. Ακόμη και αν το δω να επαναστατεί, να αντιδρά, να επιζητεί με μανία και επιμονή καθετί αμαρτωλό, εγώ δεν υποκύπτω δεν του δίνω σημασία. Έχω αρνηθεί όχι μόνο κάτι από  τον εαυτό μου αλλά όλο τον παλαιό εαυτό μου. Αρνούμαι τον παλαιό εαυτό μου σημαίνει υποτάσσομαι στο άγιο θέλημα του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ακολουθώ τον Κύριο όπου με οδηγεί. Καλούμαστε να θυσιάσουμε και να θάψουμε, κατά τον Απ. Παύλο, «τον παλαίον άνθρωπον», ώστε να αναγεννηθεί ο νέος «ο ανακαινούμενος κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν» (Κολ. 3,9-10). Καθότι «ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα, τούτο γινώσκοντες ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη ίνα καταργήθη το σώμα της αμαρτιας… ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ» (Ρωμ. 6,5-8). Γι΄ αυτό και ο Σταυρός αποτελεί σύμβολο όχι μόνο θυσίας, αλλά και λύτρωσης.

Όταν ο Χριστός μας καλεί να σηκώσουμε το δικό μας σταυρό αντιπαραβάλλει τη δική του σταυρική θυσία και το παράδειγμα του που έλαβε την πρωτοβουλία να σταυρωθεί για να μας λυτρώσει από την αμαρτία και το θάνατο. Όπως οι αρχές και εξουσίες του κόσμου απέρριψαν τον ίδιο τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του και τον οδήγησαν στο σταυρό κατά τον ίδιο τρόπο και οι Μαθητές του διαχρονικά θα δεχθούν το δικό τους σταυρό γιατί πάντοτε θα υπάρχουν εκείνοι που αντιστρατεύονται τον Ιησού Χριστό, ως Υιό του Θεού, απορρίπτουν το σωτήριο έργο του και τη διδασκαλία του Ευαγγελίου του.

Ο σταυρός που μας καλεί να σηκώσουμε είναι οι θλίψεις και τα βάσανα της ζωής και παράλληλα η άρνηση των αμαρτωλών επιθυμιών και το φθοροποιών παθών. Η άρση του σταυρού μας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη μετοχή στη ζωή του Χριστού. Όμως, όπως διαβεβαιώνει ο Απ. Παύλος, «πιστός ο Θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν» (Α. Κορ. 10,13 ). Καμιά θλίψη και δοκιμασία δεν θα υπήρχε στη ζωή μας, αν ο ίδιος ο Θεός δεν θα μας έδινε την ίδια στιγμή τη δύναμη για να την αντέξουμε. Υποτασσόμαστε στο θέλημα του Θεού, υπομένοντας κάθε δοκιμασία, η οποία χαρακτηρίζεται από τον Κύριο ως Σταυρός. Αυτή η αγόγγυστη υποταγή οδηγεί τον άνθρωπο έμπρακτα στο «ακολουθείτω μοι».

Ωστόσο ο Κύριος στη διδασκαλία του είπε ότι όποιος θέλει να σώσει την επίγεια ζωή του θα χάσει την αιώνια. Αντίθετα, τονίζει: «ος δ’ αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν». Διότι «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» Έτσι τονίζει πόσο μεγάλη αξία έχει η ψυχή μας. Δεν συγκρίνεται με όλα τα αγαθά του κόσμου. Έχει ασυγκρίτως ανώτερη αξία από όλα τα πλούτη, τις τιμές και τις απολαύσεις αυτής της ζωής. Γι΄ αυτήν ο Θεός έγινε άνθρωπος και  γι’ αυτήν έχυσε το αίμα του επάνω στο σταυρό .

Ο σταυρός του Χριστού συνεχίζει διαχρονικά να αποτελεί την κρίση του κόσμου, γι αυτό και ο Χριστός καλεί τους μαθητές και οπαδούς του να συνεχίσουν ακατάπαυστα να σηκώνουν το δικό τους σταυρό που είναι ο σταυρός του Χριστού. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι» Αυτό είναι το ύψιστο της αποστολής του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας μέσα στο κόσμο. Να δίδει τη μαρτυρία του σταυρού του Χριστού για να ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον άρχοντα του σκότους. Ο σταυρός του Χριστού ελευθερώνει και οδηγεί προς τη σωτηρία, τη ζωή και την ανάσταση. Ο σταυρός του Χριστού είναι η σφραγίδα της υιοθεσίας του ανθρώπου από τον Θεό. Είναι το σημείο της εύλαλης αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο.

25-2-2018

Κυριακή Α΄ των Νηστειών

(Tης Ορθοδοξίας)

Εωθινόν Ευαγγέλιον κατά Ιω. (α΄ 44 – 52)

 Πρωτότυπο Κείμενο

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα· καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν, θαυμάζων τὸ γεγονός. Καὶ ἰδοὺ, δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην, ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς· καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας, συνεπορεύετο αὐτοῖς· οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καί ἐστε σκυθρωποί; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ποῖα; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Τὰ περὶ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ· ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν· ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις, τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. Ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον, λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν Ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον· αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο· καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι. Καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα· Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον, εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν. Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς; Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας· Ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι. Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

Νεοελληνική Απόδοση

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνῆμα. Ὅταν ἔσκυψε, εἶδε μέσα μόνο τά σάβανα καί γύρισε σπίτι του γεμάτος ἀπορία γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει.

Τήν ἴδια μέρα, δύο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν σ’ ἕνα χωριό πού ἀπέχει ἑξήντα στάδια ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ καί λέγεται Ἐμμαούς. Αὐτοί μιλοῦσαν μεταξύ τους γιά ὅλα ὅσα εἶχαν συμβεῖ. Καθώς μιλοῦσαν καί συζητοῦσαν, τούς πλησίασε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς καί βάδιζε μαζί τους. Τά μάτια τους ὅμως ἐμποδίζονταν, ἔτσι πού νά μήν τόν ἀναγνωρίζουν.

 Ὁ Ἰησοῦς τούς ρώτησε: «Γιά ποιό ζήτημα μιλᾶτε μεταξύ σας τόσο ἔντονα, ἔτσι ποῦ περπατᾶτε σκυθρωποί;» Ὁ ἕνας, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀποκρίθηκε: «Μονάχος ζεῖς ἐσύ στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες τά ὅσα ἔγιναν ἐκεῖ αὐτές τίς μέρες;» «Ποιά;» τούς ρώτησε. «Αὐτά», τοῦ λένε, «μέ τόν Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, πού ἦταν προφήτης δυνατός σέ ἔργα καί σέ λόγια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ. Πῶς τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας νά καταδικαστεῖ σέ θάνατο καί τόν σταύρωσαν.

Ἐμεῖς ἐλπίζαμε ὅτι αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού ἔμελλε νά ἐλευθερώσει τό λαό Ἰσραήλ. Ἀντίθετα, εἶναι ἡ τρίτη μέρα σήμερα ἀπό τότε πού ἔγιναν αὐτά καί δέν ἔχει συμβεῖ τίποτα. Ἐπιπλέον, μᾶς ἀναστάτωσαν καί μερικές γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας.

Πῆγαν πρωί πρωί στόν τάφο καί δέ βρῆκαν τό σῶμα του. Ἦρθαν λοιπόν καί μᾶς ἔλεγαν ὅτι εἶδαν ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τούς εἶπαν ὅτι αὐτός ζεῖ. Τότε μερικοί ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνῆμα καί διαπίστωσαν τά ἴδια πού ἔλεγαν καί οἱ γυναῖκες, αὐτόν ὅμως δέν τόν εἶδαν».

Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε: «Ἀνόητοι, πού ἡ καρδιά σας ἀργεῖ νά πιστέψει ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες. Αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Μεσσίας καί νά δοξαστεῖ;» Καί ἀρχίζοντας ἀπό τά βιβλία τοῦ Μωυσῆ καί ὅλων των προφητῶν, τούς ἐξήγησε ὅσα ἀναφέρονταν στίς Γραφές γιά τόν ἑαυτό του.

Ὅταν πλησίασαν στό χωριό πού πήγαιναν, αὐτός προσποιήθηκε πώς πηγαίνει πιό μακριά. Ἐκεῖνοι ὅμως τόν πίεζαν καί τοῦ ἔλεγαν: «Μεῖνε μαζί μας, γιατί πλησιάζει τό βράδυ καί ἡ μέρα ἤδη τελειώνει».

Μπῆκε λοιπόν στό χωριό γιά νά μείνει μαζί τους. Τήν ὥρα πού κάθισε μαζί τους γιά φαγητό, πῆρε τό ψωμί, τό εὐλόγησε καί, ἀφοῦ τό ἔκοψε σέ κομμάτια, τούς ἔδωσε. Τότε ἀνοίχτηκαν τά μάτια τους καί κατάλαβαν ποιός εἶναι. Ἐκεῖνος ὅμως ἔγινε ἄφαντος. Εἶπαν τότε μεταξύ τους: «Δέν φλεγόταν ἡ καρδιά μας μέσα μας, καθώς μᾶς μιλοῦσε στό δρόμο καί μᾶς ἑρμήνευε τίς Γραφές;»

 Τήν ἴδια ὥρα σηκώθηκαν καί γύρισαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συγκεντρωμένους τούς ἕντεκα μαθητές καί ὅσους ἦταν μαζί τους, πού ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί φανερώθηκε στόν Σίμωνα. Τούς ἐξήγησαν λοιπόν κι αὐτοί τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στόν δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τεμάχιζε τό ψωμί.

25-2-2018

Κυριακή Α΄ των Νηστειών

(Tης Ορθοδοξίας)

Απόστολος προς Εβρ. (ια’ 24-26, 32-40)

Πρωτότυπο Κείμενο

Αδελφοί, πίστει Μωϋσής μέγας γενόμενος ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαραώ, μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν, μείζονα πλούτον ηγησάμενος των Αιγύπτου θησαυρών τον ονειδισμόν του Χριστού, απέβλεπεν γαρ εις την μισθαποδοσίαν. Και τι έτι λέγω; έπιλείψει με γαρ διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ιεφθάε, Δαυΐδ τε και Σαμουήλ και των προφητών, οι διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων· έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών· άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν·  έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνῳ μαχαίρας απέθανον, περιήλθον έν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ήν άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν,  του Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι.

Νεοελληνική Απόδοση

Xάρη στην πίστη του ο Mωυσής, όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να λέγεται γιος της κόρης του Φαραώ, επειδή θεώρησε πως είναι καλύτερο να κακοπαθεί μαζί με το λαό του Θεού, παρά να απολαμβάνει προσωρινά την αμαρτωλή ζωή. Γιατί τον εξευτελισμό για χάρη του Xριστού τον θεώρησε πλούτο πολυτιμότερο από τους θησαυρούς της Aιγύπτου, επειδή απέβλεπε στην ανταπόδοση από το Θεό. Kαι τι άλλο να πρωτοπώ; Γιατί, σίγουρα δε θα έχω το χρόνο έτσι κι αρχίσω να διηγούμαι για τον Γεδεών, τον Bαράκ, τον Σαμψών, τον Iεφθάε, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και τους προφήτες, οι οποίοι χάρη στην πίστη τους ανέτρεψαν βασίλεια, επέβαλαν τη δικαιοσύνη, πέτυχαν την υλοποίηση υποσχέσεων, έφραξαν στόματα λιονταριών, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς, γλίτωσαν τη σφαγή, μετέτρεψαν σε δύναμη τις αδυναμίες τους, έγιναν ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή στρατεύματα αλλοφύλων, γυναίκες ξανάσμιξαν στη ζωή με ανθρώπους τους που αναστήθηκαν από τους νεκρούς. Kι άλλοι, πάλι, βασανίστηκαν άγρια μέχρι θανάτου, χωρίς να ενδώσουν για την ελευθέρωσή τους, ώστε να αξιωθούν μια υπέρτερη ανάσταση. Kαι διάφοροι άλλοι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρωμα, κατάντησαν να περιφέρονται ντυμένοι με προβιές και κατσικοδέρματα περνώντας από στερήσεις, θλίψεις, κακουχίες. Oι άνθρωποι αυτοί, για τους οποίους δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος, έζησαν περιπλανώμενοι σε ερημιές και σε βουνά και μέσα στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Kι όλοι αυτοί, ενώ αναγνωρίστηκαν για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την εκπλήρωση της υπόσχεσης, επειδή ο Θεός έχει προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι που να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.

Σχολιασμός

Η σημερινή Κυριακή είναι η πρώτη της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και είναι γνωστή ως Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ονομάστηκε έτσι διότι είναι ημέρα αφοσιωμένη στην ορθόδοξη πίστη και στους αγώνες, που διεξήγαγε δια μέσου των αιώνων η Εκκλησία. Αφετηρία και αφορμή για να καθιερωθεί ο εορτασμός υπήρξε η πανηγυρική αναστήλωση των αγίων εικόνων το 842 μ.Χ. από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα και τον πατριάρχη Μεθόδιο. Σταδιακά η γιορτή  αυτή προσέλαβε ένα ευρύτερο περιεχόμενο. Αποτέλεσε ανάμνηση της νίκης της Ορθοδοξίας ενάντια των ποικίλων εχθρών της.

Σχετικό με το νόημα της εορτής αυτής είναι και το αποστολικό ανάγνωσμα που διαβάζεται στους ναούς μας. Προέρχεται από την προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου και είναι μια περικοπή της οποίας το μεγαλύτερο μέρος διαβάζεται άλλες δύο φορές κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους: την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως και την Κυριακή των Αγίων Πάντων.

Στην αρχή της περικοπής γίνεται αναφορά σε ένα μεγάλο προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, το Μωϋσή. Ο Μωϋσής αποτελεί μια μορφή κυρίαρχη μέσα στη ιστορία του αρχαίου Ισραήλ. Ο Μωϋσής, όπως είναι γνωστό, γλιτώνει από τη διαταγή του Φαραώ, και δεν τον ρίχνουν για να πνιγεί στον ποταμό Νείλο. Τον παίρνει και τον υιοθετεί η κόρη του Φαραώ και έζησε στα βασιλικά ανάκτορα μέχρι που έγινε σαράντα ετών.

Ο Μωϋσής, ώριμος άνδρας πλέον, αποφασίζει να απαρνηθεί τον τίτλο του υιοθετημένου γιου της θυγατέρας του Φαραώ (στίχος 24). Ο Μωϋσής πάνω απ’ όλο θέλει να παραμείνει υιός του Αβραάμ, πιστός στο Θεό των πατέρων του. Ο Μωϋσής προτιμά να συμμεριστεί και ο ίδιος τις κακουχίες και τις θλίψεις λαού του Θεού (στίχος 25).

Ο Παύλος συνεχίζει και στο στίχο 26 τη σύγκριση που άρχισε στον προηγούμενο στίχο. Αντιπαραθέτει «τους θησαυρούς της Αιγύπτου», των υλικών δηλαδή αγαθών που είχε ο Μωϋσής στην αυλή του Φαραώ και «τον ονειδισμόν του Χριστού», τον οποίο οικειοποιήθηκε, θεωρώντας τον «μείζονα πλούτον». «Ονειδισμός του Χριστού» είναι τα παθήματα πού υπέφερε ο Κύριος. Τα παθήματα αυτά είναι πολύ μεγαλύτερα σε αξία, αφού οδηγούν στη σωτηρία, παρά οι πρόσκαιροι υλικοί θησαυροί των Αιγυπτίων. Ο Μωϋσής κατά τον απόστολο Παύλο «απέβλεπε εις την μισθαποδοσίαν». Η πίστη του τον έκανε να προσβλέπει σταθερά και να ελπίζει σε μια ουράνια ανταμοιβή για «τον ονειδισμόν του Χριστού» που επέλεξε να υπομείνει, αντί για τους θησαυρούς της Αιγύπτου, που μέχρι την ώρα εκείνη απολάμβανε. Είναι όντως θαυμαστό και αποτελεί φωτεινό παράδειγμα και για εμάς σήμερα που οι πλείστοι ζούμε στην υλιστική ευδαιμονία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και σύνολη η Ιερή μας Παράδοση θεωρούν τον μέγα προφήτη Μωϋσή ως τύπο που προεικονίζει το Χριστό και θεωρούν ότι το παράδειγμα του πρακαταγγέλλει τα όσα έμελλε αργότερα να συμβούν και στο Μεσσία.

Στη συνέχεια ο Απόστολος των εθνών αναφέρει  παραδείγματα εναρέτων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης που υπέμειναν και αυτοί θλίψεις και δοκιμασίες. Μεταξύ των ανδρών που αναφέρει στο στίχο 32 ο Απόστολος είναι οι τέσσερις Κριτές: ο Γεδεών, ο Βαράκ, ο Σαμψών και ο Ιεφθάε. Επίσης γίνεται μνεία στο βασιλιά και προφήτη Δαβίδ και τον προφήτη και κριτή Σαμουήλ, αλλά και γενικά στους προφήτες. Η αναφορά είναι ονομαστική. Δεν μνημονεύονται δηλαδή τα κατορθώματα τους και η παράθεση των ονομάτων  τους, άγνωστο γιατί, δεν γίνεται με χρονολογική σειρά.

Οι στίχοι 33-34, που εισάγονται με την αναφορική αντωνυμία «οι», αναφέρονται γενικά στα κατορθώματα που με τη δύναμη της πίστεως επέτυχαν οι δίκαιοι άνδρες, των οποίων τα ονόματα ο Απόστολος απαρίθμησε προηγουμένως στο στίχο 32, αλλά και άλλων αγωνιστών της πίστεως. Η έννοια της φράσεως «είργασαντο δικαιοσύνην» σημαίνει ότι γενικά, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο τους, πολιτεύθηκαν με γνώμονα το δίκαιο. Η πίστη εξάλλου που έδειχναν στις εντολές και στις επαγγελίες του Θεού συντελούσε, ώστε να πραγματοποιούνται όλα όσα ο Θεός του υποσχόταν.

Μεταξύ εκείνων που έφραξαν στόματα λεόντων είναι ο προφήτης Δανιήλ (Δαν. 6, 16 – 23), όπως επίσης ο Δαβίδ (Α΄ Βασ. 17, 34 κ.ε.) και ο Σαμψών (Κριτ. 14, 16). Τη δύναμη του πυρός έσβησαν οι τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα (βλ. Δαν. 3, 23, 27) και τη σφαγή διέφυγαν ο προφήτης Ηλίας από την Ιεζάβελ (Γ΄ Βασ. 18), ο Δαβίδ από τον Σαούλ (Α΄ Βασ. 18, 11-19, 10, 12-21, 10-23, 13) και ο προφήτης Ελισσαίος από τον βασιλεία της Συρίας (Δ΄ Βασ. 6, 9-18). Από την ασθένεια θεραπεύτηκε και ανέλαβε δυνάμεις ο βασιλιάς Εζεκίας (Δ΄ Βασ. 20, 1). Σε πολέμους αναδείχτηκαν ισχυροί και έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα πολλοί: ο Ιησούς του Ναυή, οι Κριτές, ο Δαβίδ, οι Μακκαβαίοι και αρκετοί άλλοι.

Στον επόμενο στίχο (στίχος 35) ο θείος Παύλος αναφέρει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: «Έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών». Η πίστη αποτέλεσε την αιτία για την πραγματοποίηση και άλλων θαυμάτων. Γυναίκες έλαβαν ανεστημένα τα νεκρά παιδιά τους. Πρόκειται εδώ για κάποια συγκεκριμένα περιστατικά. Η μία είναι η Σαραφθία η χήρα, την οποίας τον γιο ανέστησε ο προφήτης Ηλίας (Γ΄ Βασ. 17, 22, 23) και η άλλη η Σωμανίτιδα, της οποίας το νεκρό παιδί  ανέστησε ο προφήτης Ελισσαίος (Δ΄ Βασ. 4, 8-37). Οι νεκραναστάσεις αυτές αποτελούν προτύπωση της Ανάστασης του Κυρίου, αλλά και της κοινής αναστάσεως κατά τη Δευτέρα του Χριστού Παρουσία.

Στη συνέχεια του ίδιου στίχου γίνεται αναφορά σε ένα τύπο μαρτυρίου: του τυμπανισμού. Ο «τυμπανισμός» ήταν μία φοβερή μορφή βασανισμού με τη χρήση ενός οργάνου τιμωρίας, κυκλικού στο σχήμα, το οποίο ονομαζόταν «τύμπανον». Οι βασανιστές πρόσεδεναν και τέντωναν το σώμα του κατάδικου επάνω στο τύμπανο και το χτυπούσαν μέχρι θανάτου. Ο απόστολος φαίνεται πως έχει εδώ υπόψη του τα όσα αναφέρονται για τον Ελεάζαρο (Β΄ Μακ. 6, 19).

Όλοι όσοι ανέφερε έως τώρα ο Απόστολος παρέμειναν σταθεροί στην πίστη τους, τονίζει εμφαντικά. Δεν δέχτηκαν να την προδώσουν για να γλιτώσουν από το μαρτύριο και να επιτύχουν την απελευθέρωση τους. Ανάμεσα στην προσωρινή ζωή που θα μπορούσαν να έχουν, αθετώντας την πίστη τους στον αληθινό Θεό και τον θάνατο για χάρη της, οι μάρτυρες προτίμησαν τον δεύτερο, γιατί ήλπιζαν πως έτσι θα επιτύχουν μια «κρείττονα ανάσταση» ανάσταση «ένδοξον και μακάριαν και εις βάσιλείασν αιώνιον εισάγουσα», όπως παρατηρεί ο Ζιγαβηνός.

Ακολούθως στο στίχο 36, ο Παύλος αναφέρετε και σε άλλους δίκαιους ανθρώπους από την Παλαιά, αλλά και την Καινή Διαθήκη και στα όσα και αυτοί υπέμειναν για την πίστη τους στον αληθινό Θεό. Ανάμεσα σ’ εκείνους που δοκίμασαν ταπεινώσεις και εμπαιγμούς είναι ο προφήτης Ελισσαίος (Δ’ Βας.2, 23), ο Σαμψών (Κριτ. 15, 25) και οι Ιουδαίοι επί της εποχής των Μακκαβαίων. Μαστίγωση υπέστησαν ο προφήτης Μιχαίας (Γ΄Βας. 23 – 24), ο Ελεάζαρος (Β’ Μακ. 6, 30), οι επτά Μακκαβαίοι αδελφοί (Β’ Μακ. 7,1) και αργότερα οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης (Πραξ. 5, 40). Στο δεσμωτήριο και τη φυλακή ρίχτηκαν οι προφήτες Ιερεμίας, Μιχαίας (Γ΄Βας. 22, 27) και Ανανίας (Β΄ Παραλ. 16, 7 -10) και αργότερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος  και πολλοί από τους Αποστόλους.  Λιθοβολισμό υπέμειναν ο Ναβουθαί, για να του πάρει η Ιεζάβελ το αμπέλι του (Γ’ Βας. 20, 14) και ο  Ζαχαρίας ο ιερέας (Β΄ Παραλ. 24, 21).  Έχουμε επίσης το μεγάλο γεγονός του λιθοβολισμού του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, που τον ακολούθησε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών. Με πριόνι θανατώθηκε ο προφήτης Ησαΐας από το βασιλιά Μανασσή. Στο στίχο 34 ο Απόστολος ανέφερε πως «δια πίστεως» πολλοί «έφυγον στόματα μαχαίρας». Εδώ γράφει ότι άλλοι «έν φόνω μαχαίρας απέθανον». Ο Ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί πως και οι δύο πράξεις είναι άξιες επαίνου, ενώ ο ερμηνευτής των Γραφών Ζιγαβηνός τονίζει ότι η πίστη επιτελεί μεγάλα και πάσχει μεγάλα. Με μαχαίρι θανατώθηκαν ο Ουρίας, ο προφήτης Μιχαίας, ο Μαλαχίας, ο Ιωάννης και ο απόστολος Ιάκωβος. Άλλοι πάλι πού διέφυγαν τη σφαγή έζησαν μία ζωή συνεχούς περιπλάνησης, φτώχειας, θλίψεων και πολλών στερήσεω, όπως ο προφήτης Ηλίας, ο Ελισαίος και άλλοι προφήτες και Αγίοι της Εκκλησίας μας.

Στη συνέχεια της περικοπής ο θείος απόστολος Παύλος με την  εμβόλιμη αναφορική πρόταση «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος» (στίχος 38α) επιχειρεί να συγκρίνει τον κόσμο και τους δίκαιους άνδρες, των οποίων προηγουμένως εξύμνησε τη ζωντανή πίστη και τα θαυμαστά κατορθώματα. Τι άραγε να εννοεί ο Απόστολος χρησιμοποιώντας τον όρο «κόσμος»; Με τον όρο αυτό η Αγία Γραφή εννοεί τόσο την ανθρωπότητα, όσο και την ίδια την κτίση. Εδώ ο Απόστολος εννοεί και τα δύο. Ερμηνεύοντας το σημείο αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στη ζυγαριά από τη μια μεριά μπει ολόκληρος ο κόσμο και την άλλη οι δίκαιοι, το βάρος θα πέσει από τη μεριά των δίκαιων, γιατί όντως αυτοί έχουν τη μεγαλύτερη αξία. Αξία πνευματική, αφού με την πίστη τους έγιναν κάτοχοι των αρετών, οι οποίες αποτελούν ουράνιο θησαυρό. Μετά από την παρεμβολή αυτή, ο Απόστολος επανέρχεται και πάλι στα ηρωικά κατορθώματα των δικαίων ανδρών, για να μνημονεύσει την περιπετειώδη ζωή που πολλοί έζησαν, όταν, είτε διωκόμενοι, είτε για άσκηση, κατέφυγαν στις ερήμους και τα βουνά (στίχος 38β).

Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, χάρη στην πίστη που επέδειξαν, ευαρέστησαν ενώπιον του Θεού. Ωστόσο, δεν επέτυχαν να απολαύσουν τα ουράνια αγαθά που τους είχε υποσχεθεί ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για μας. Για να μη φανεί ότι εκείνοι είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από μας, ο Κύριος όρισε τον ίδιο καιρό απονομής των στεφάνων για όλους. Η οικονομία αυτή του Θεού φανερώνει το βάθος της αγάπης και το μέγεθος της πρόνοιας του. Βέβαια, εδώ είναι δυνατόν να τεθεί το ερώτημα, μήπως ο Θεός αδικεί εκείνους; Σ’ ένα τέτοιο ερώτημα απαντώντας ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει: «Ουκ εκείνους ηδίκησεν, άλλ’ ημάς ετίμησε και γαρ αυτοί τους αδελφούς αναμένουσιν».

Η οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου είναι ένα μυστήριο πού υπερβαίνει τις δυνατότητες λο¬γικής ερμηνείας είναι μυστήριο πίστεως και προσδοκία ελπίδας. Τόσο το νόημα του εορτασμού της παρούσας Κυριακής, όσο και το περιεχόμενο του αποστολικού αναγνώσματος μας τοποθετούν σήμερα μπροστά στο μυστήριο της πίστεως. Ορίζοντας την ο απόστολος Παύλος διδάσκει πως είναι «ελπιζομένων υπάστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».

Πίστη είναι εμπιστοσύνη στο Θεό και την Πρόνοια Του. Η πίστη είναι δωρεά και χάρισμα. Είναι φως ουράνιο και θεϊκό. Πίστη, σε τελευταία ανάλυση, για μας τους χριστιανούς είναι ο ίδιος ο Χριστός και το Ευαγγέλιο του. Η χριστιανική μας πίστη είναι δύναμη. Ανεξάντλητη πηγή δυνάμεως, ιδιαίτερα δε κατά την περίοδο των δοκιμασιών και των πειρασμών.

Περίτρανη απόδειξη αυτής της αλήθειας είναι η ζωή των ανθρώπων που μνημονεύει στην παρούσα περικοπή ο απόστολος Παύλος. Τα όσα πραγματοποίησαν μένουν ανεξήγητα και ακατανόητα, αν δεν λάβουμε υπόψη μας τη δύναμη που τούς παρείχε η φλογερή πίστη τους στο Θεό. Αλλά και οι διωγμοί, τα μαρτύρια και ο θάνατος που υπέστησαν, δεν εξηγούνται παρά μόνο αν τα δούμε υπό το πρίσμα της ακλόνητης τους πίστης στο Θεό και της ύπαρξης της Βασιλείας Του..

Η πίστη όμως απαιτεί και θυσίες. Πιστεύω σημαίνει αγωνίζομαι γι’ αυτό που πιστεύω. Και πιστός άνθρωπος είναι ο αγωνιστής στον αγώνα που εμπνέει η πίστη, η πίστη του Χριστού. Πολλές φορές η πίστη στον αληθινό Θεό αποτέλεσε αιτία διωγμού και θανάτου ακόμη. Απόδειξη τούτου τα εκατομμύρια των μαρτύρων της εποχής των διωγμών, αλλά και το πλήθος των οσίων ανθρώπων που αναφέρει στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο Παύλος. Όμως οι πιστοί δεν έχουμε «ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Προσδοκούμε τη μέλλουσα πόλη, τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Αυτού. Αδιαφιλονίκητη απόδειξη αυτής της αλήθειας αποτελεί η ζωή των Αγίων του Θεού, «οι δια πίστεως κατηγωνίσαντο…».

25-2-2018

Κυριακή Α΄ των Νηστειών

(Tης Ορθοδοξίας)

Ευαγγέλιον κατά Ιω. (α΄ 44 – 52)

Πρωτότυπο κείμενο

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαῑδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ, καὶ λέγει αὐτῷ· Ὅν ἔγραψε Μωσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ Προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ, τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. Εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν, καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν μὲ γινώσκεις; Ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν, εἶδόν σε. Ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ῥαββί, σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει. Καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας, καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς αποφάσισε να πάει στη Γαλιλαία. Βρίσκει τότε το Φίλιππο και του λέει: «Έλα μαζί μου». Ο Φίλιππος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου. Βρίσκει ο Φίλιππος το Ναθαναήλ και του λέει: «Αυτόν που προανήγγειλε ο Μωυσής στο νόμο και οι προφήτες, τον βρήκαμε· είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ». «Μπορεί από τη Ναζαρέτ να βγει τίποτα καλό;» τον ρώτησε ο Ναθαναήλ. «Έλα και δες μόνος σου», του λέει ο Φίλιππος. Ο Ιησούς είδε το Ναθαναήλ να πλησιάζει και λέει γι΄ αυτόν: «Να ένας γνήσιος Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». «Από πού με ξέρεις;» τον ρωτάει ο Ναθαναήλ. Κι ο Ιησούς του απάντησε: «Προτού σου πει ο Φίλιππος να ΄ρθείς, σε είδα που ήσουν κάτω απ΄ τη συκιά». Τότε ο Ναθαναήλ του είπε: «Διδάσκαλε, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ». Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Επειδή σου είπα πως σε είδα κάτω από τη συκιά, γι΄ αυτό πιστεύεις; Θα δεις μεγαλύτερα πράγματα απ΄ αυτά». Και του λέει: «Σας βεβαιώνω ότι σύντομα θα δείτε να έχει ανοίξει ο ουρανός, και οι άγγελοι του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του Ανθρώπου».

Σχολιασμός

Την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής, η Εκκλησία γιορτάζει «τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας της», την φανέρωση της αλήθειας για τον Θεό και τον άνθρωπο, για την ορθή πίστη και  ζωή. Μνημονεύει τους αγώνες των αγίων Οικουμενικών Συνόδων και μας χειραγωγεί στα βιώματα των αγίων Πατέρων, εκείνα που όταν διατυπώθηκαν σε δόγματα και κανόνες «την εκκλησίαν εστήριζαν». Θυμάται επίσης το ιστορικό γεγονός της αναστήλωσης των ιερών εικόνων, διακηρύσσοντας με το τρόπο αυτό την αυτοσυνείδηση της, ότι δια μέσω του απεικονιζόμενου αγίου προσώπου εκφράζει ο άνθρωπος το περιεχόμενο της καρδίας του, και δεν είναι εικονολάτρης, αποδίδοντας λατρεία στο ξύλο. Η σημασία της ορθής πίστης ως τον θεμέλιο λίθο της χριστιανικής ύπαρξης, τονίζεται στο Ευαγγέλιο από τον ίδιο το Χριστό. Όταν ρώτησε τους μαθητές του «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;», ο Απόστολος Πέτρος του απάντησε «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος». Ο Χριστός τον επαίνεσε για την απάντησή του αυτή, με τα λόγια «Μακάριος ει Σίμων…συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν…» (Μτθ ιστ΄,17-18). Θεμέλιος λίθος λοιπόν στον οποίο η Εκκλησία οικοδομείται, είναι στην «πέτρα» της πίστης των θεϊκών λόγων του Χριστού και γενικότερα η θεία του φύση[1].

Το περιστατικό της σημερινής περικοπής, είναι παρμένο από το πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη, και κάνει λόγο για το βίωμα της προσωπικής συνάντησης του κάθε ανθρώπου με το Χριστό. Αναφέρετε στη εκλογή και κλήση από το Χριστό των Αποστόλων Φιλίππου και Ναθαναήλ, που θ’ αποτελέσουν μαζί με τους υπόλοιπους δέκα το βασικό πυρήνα για την ίδρυση της Εκκλησίας. Είχε προηγηθεί  το κάλεσμα του Χριστού προς τον Ανδρέα και τον Πέτρο (Ιω. στ΄ 35-43). Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ευαγγελίου, οι Ανδρέας, Πέτρος και Φίλιππος κατάγονται από την ίδια κωμόπολη, την Βησθαϊδά. Εκτός από το όνομα του Φιλίππου, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν μας δίνει άλλα στοιχεία της προσωπικότητας του, ούτε μας περιγράφει με λεπτομέρεια τις συνθήκες της συνάντησης του με το Χριστό. Δεν αποκλείεται ο Φίλιππος να ήταν και αυτός ψαράς και γνωστός στους τρεις συγχωριανούς του. Καθώς σαν ομότεχνοι επαγγελματίες έριχναν τα δίχτυα στη λίμνη τις νύχτες, συχνά αλληλοβοηθούμενοι, σίγουρα θα είχαν κάποιες ευκαιρίες για συνομιλίες και συνεργασία μεταξύ τους. Ο Ιησούς Χριστός φυσικά «δεν είχε ανάγκη κάποιον να του δώσει πληροφορίες για τους ανθρώπους, διότι ο ίδιος γνώριζε τί υπάρχει μέσα στους ανθρώπους» (Ιω β΄25).

Ο Φίλιππος, μόλις πήρε αυτή τη θεία πρόσκληση του Κυρί­ου, χωρίς να αναβάλει ούτε μια στιγμή, τον ακολουθεί με ιερό και θαυμαστό ζήλο. Αξιοπρόσεκτη όμως είναι η αυθόρμητη κίνηση του, να μεταγγίσει την πίστη του και τη χαρά της πιο πάνω συνάντησης, στο εκλεκτό του φίλο Ναθαναήλ. Παραλείπει να του πει οτιδήποτε άλλο, και μπαίνει κατ’ ευθείαν στο θέμα αναφωνώντας: «Όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν…». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Βλέπεις πόσο επιμελημένη σκέψη είχε (ο Φίλιππος) και πόσο συχνά μελετούσε τα γραπτά του Μωυσή και περίμενε την έλευση του Χριστού; Διότι το «ευρήκαμεν» ανήκει σε εκείνον, ο οποίος πάντοτε ζητεί»[2].

Ο Ναθαναήλ ήταν πιστός και αγαθός Ισραηλίτης, εγκρατέστερος στη μελέτη των Γραφών, αλλά δεν είχε μέσα του πονηριά. Είχε όμως τις δικές του αντιρρήσεις, που ξεκινούσαν από την γνώση των ιουδαϊκών παραδόσεων, οι οποίες έλεγαν πως, είτε θα είναι άγνωστη στους ανθρώπους η καταγωγή του Μεσσία, είτε εκείνος θα ήταν από την Βηθλεέμ κατά τον προφήτη Μιχαία. Στηριγμένος στη λογική του και τις πληροφορίες που έχει για τους ανθρώπους της Ναζαρέτ, αφού εκεί ζούσαν πολλοί εθνικοί, του απαντά: «Από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να προέρχεται κάτι καλό;».

Ο Φίλιππος αδυνατεί με λόγια να πείσει το φίλο του, δεν έχει άλλο πιο δυνατό επιχείρημα, παρά μόνο την προσωπική γνωριμία με τον Χριστό. Αυτό το νόημα έχει και ο λόγος που του απευθύνει, «Έρχου και ίδε». Ο Ναθαναήλ, έχοντας μεγάλη προσδοκία για την έλευση του Μεσσία, ακολουθεί αμέσως το Φίλιππο και πηγαίνουν προς τον Ιησού. Πριν καλά καλά φτάσουν κοντά του, ο Κύριος απευθύνεται προς αυτόν και τον εγκωμιάζει «Να ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει πονηρία και ανειλικρίνεια, αλλά  ο οποίος με ευθύτητα ποθεί να βρει την αλήθεια. Οι θαυμαστές αυτές αποκαλύψεις που του έκανε ο Ιησούς σχετικά με την προσωπικότητα και τη ζωή του, καθώς και η αποκάλυψη ότι βρισκόταν κάτω από τη συκιά, η οποία συκιά για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, συμβόλιζε το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού, ήταν αρκετές για να πιστεύει και ομολογήσει την θεότητα του Χριστού και ότι αυτός που βρίσκεται μπροστά του είναι πράγματι ο Μεσσίας.

Η ευαγγελική περικοπή τελειώνει με μια προαγγελία του Κυρίου για όσα είχαν να δουν οι μαθητές κοντά του. Τονίζει την πηγή της εξουσίας και της δύναμής του, όταν λέει στο Ναθαναήλ ότι θα δεις «μεγαλύτερα πράγματα απ’ αυτά» που είδες σήμερα, και όταν λέει στους μαθητές ότι σύντομα θα δουν τον ουρανό ανοιγμένο και «τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν πάνω στον Υιό του ανθρώπου». Μιλά εδώ για τον εαυτό του. Άγγελοι Τον διακονούν μετά τη νηστεία και τη νίκη Του κατά του Διαβόλου (Ματθ. δ΄, 11), Άγγελοι Τον ενισχύουν στη Γεθσημανή (Λουκ. κβ΄, 43), Άγγελοι παρίστανται στην Ανάστασή Του (Ιω. κ΄, 12) και Άγγελοι υπηρετούν στην Ανάληψή Του (Πρ. α΄, 10), αλλά την ίδια στιγμή υπαινίσσεται και τον Ιακώβ, ο οποίος είδε κάποτε σε όνειρο μια κλίμακα εκτεινόμενη από τη γη ως τον ουρανό, και αγγέλους να την ανεβαίνουν και να την κατεβαίνουν φέρνοντας σε επαφή τους δύο κόσμους (Γέν. κη΄, 12).

Η σημερινή Κυριακή μας δίνει εκείνες τις κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες καλούμαστε ν’ ακολουθήσουμε στη ζωή μας για να μπορέσουμε να συναντήσουμε τον αναστημένο Χριστό. Ο ενθουσιασμός των Αποστόλων δεν ήταν μια απλή έκφραση χαράς και έκπληξης ή αγνής διάθεσης, αλλά είχε τα στοιχεία μιας μεγαλειώδους ομολογίας πίστης, ομολογίας την οποία κρατάει η Εκκλησία αιώνες τώρα ως θησαυρό στα χέρια της. Ο Χριστός φανερώνει την αγάπη του σε όλους μας και μας καλεί να γίνουμε μέτοχοι της βασιλείας του. Η χριστιανική ζωή δεν είναι προσωπική ανακάλυψη ή επιλογή κανενός, άλλα φιλότιμη ανταπόκριση στο θεϊκό αυτό κάλεσμα. Αυτή την ίδια εμπειρία καλούμαστε να έχουμε και εμείς, μέσα από τη συνειδητή ζωή μας, τη συμμετοχή μας στα μυστήρια, μελετώντας τη Αγία Γραφή και τα διάφορα εκκλησιαστικά κείμενα που εκδίδει η κατά τόπους Εκκλησία προς το πλήρωμα της. Πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι που θα πολεμούν την Ορθόδοξη ταυτότητα μας, αλλά δεν θα καταφέρουν ποτέ να μας υποτάξουν γιατί είναι πάντοτε παρών η κεφαλή της Εκκλησίας ο Ιησούς Χριστός, ο «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Η πρόσκληση προς τον Ναθαναήλ, απευθύνεται και στον καθένα από μας: «Έρχου και ίδε» .

[1] Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον.

[2] Ι. Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ομιλία Κ΄.

18-2-2018

Κυριακή της Τυρινής

ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν (κδ΄, 1-12)

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος, ἦλθον γυναῖκες ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου· καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ ἰδοὺ δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. Ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν, καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς· Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων· Ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. Καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ· καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. Ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ᾿Ιωάννα καὶ Μαρία ᾿Ιακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς Ἀποστόλους ταῦτα. Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. Ὁ δὲ Πέτρος, ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον· καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα· καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τήν ἑπόμενη μέρα ὅμως μετά τό Σάββατο, ἀπό τά βαθιά χαράματα, ἦρθαν οἱ γυναῖκες στόν τάφο μέ τά ἀρώματα πού εἶχαν ἑτοιμάσει· μαζί τους ἦταν καί μερικές ἄλλες. Βρῆκαν τότε τήν πέτρα κυλισμένη ἀπό τό μνῆμα καί, ὅταν μπῆκαν σ’ αὐτό, δέ βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καθώς ἀποροῦσαν γι’ αὐτό, φάνηκαν μπροστά τους δύο ἄντρες μέ ἀστραφτερές στολές. Κι ἐνῶ αὐτές κατατρομαγμένες εἶχαν σκυμμένο τό πρόσωπό τους στή γῆ, τίς ρώτησαν: «Τί ζητᾶτε τόν ζωντανό ἀνάμεσα στούς νεκρούς; Δέν εἶναι ἐδῶ, ἀναστήθηκε! Θυμηθεῖτε τί σᾶς εἶχε πεῖ, ὅταν ἀκόμα ἦταν στή Γαλιλαία. Σᾶς εἶπε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου πρέπει νά παραδοθεῖ στά χέρια τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ, νά σταυρωθεῖ καί τήν τρίτη ἡμέρα ν’ ἀναστηθεῖ». Θυμήθηκαν τότε τά λόγια του. Ἐπέστρεψαν λοιπόν ἀπ’ τό μνῆμα καί τά ἀνάγγειλαν ὅλα αὐτά στούς ἕντεκα μαθητές καί σ’ ὅλους τούς ἄλλους. Αὐτές πού τά ἔλεγαν αὐτά στούς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Ἰωάννα, ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί οἱ ὑπόλοιπες πού ἦταν μαζί τους. Τά λόγια αὐτά τούς φάνηκαν φλυαρίες καί δέν τίς πίστευαν. Ὁ Πέτρος ὅμως σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνῆμα. Ὅταν ἔσκυψε, εἶδε μέσα μόνο τά σάβανα καί γύρισε σπίτι του γεμάτος ἀπορία γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει. 

18-2-2018

Κυριακή της Τυρινής

 Απόστολος προς Ρωμ. (ιγ’ 1, ιδ’ 4) 

Πρωτότυπο Κείμενο

Αδελφοί, νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν. η νύξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. αποθώμεθα ούν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός. ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίτας και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω, αλλ᾿ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας.  Τον δε ασθενούντα τη πίστει προσλαμβάνεσθε, μη εις διακρίσεις διαλογισμών.  ος μεν πιστεύει φαγείν πάντα, ο δε ασθενών λάχανα εσθίει. Ο εσθίων τον μη εσθίοντα μη εξουθενείτω, και ο μη εσθίων τον εσθίοντα μη κρινέτω· ο Θεός γαρ αυτόν προσελάβετο. συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; τω ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει· σταθήσεται δε· δυνατός γαρ εστιν ο Θεός στήσαι αυτόν.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, τώρα είναι πιο κοντά μας η σωτηρία, παρά τότε που πιστέψαμε. Η νύχτα πέρασε και η ημέρα έφθασε. Ας πετάξουμε λοιπόν από πάνω μας, τα σκοτεινά έργα της αμαρτίας κι ας ενδυθούμε σαν όπλα τα φωτεινά έργα της ημέρας, όχι σε ξεφαντώματα και μεθύσια, όχι σε μοιχείες και ασελγείς πράξεις, όχι μέσα στη φιλονικία και τη ζηλοφθονία. Αλλά ντυθείτε τον Κύριο Ιησού Χριστό κι ας μην είναι όλη σας η φροντίδα για το σώμα, ώστε να θεριεύουν έτσι μέσα σας οι διάφορες επιθυμίες. Να συμπαθάτε και να αποδέχεσθε όποιον δεν έχει δυνατή πίστη και να μη σας σκανδαλίζει γι’ αυτόν ο λογισμός σας. Όποιος έχει δυνατή πίστη αυτός κρίνει ότι μπορεί να φάγει απ’ όλα• όποιος όμως έχει αδύνατη πίστη, αυτός τρώγει χόρτα. Κι όποιος τρώγει να μην περιφρονεί, εκείνον πού δεν τρώγει. Κι όποιος δεν τρώγει να μην κατακρίνει εκείνον πού τρώγει. Γιατί αυτός είναι άνθρωπος πού τον δέχθηκε ο Θεός. Ποιός είσαι συ, πού κρίνει τον ξένον υπηρέτη; Τώρα αν αυτός είναι καλός ή κακός αυτό αφορά τον δικό του Κύριο. Είναι βέβαιο όμως πώς θα σταθεί, γιατί ο Θεός έχει τη δύναμη να τον κάνει να σταθεί.

Σχολιασμός

Η σημερινή τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου ονομάζεται Κυριακή της Τυρινής. Η ονομασία αυτή προήλθε από την κατάλυση γαλακτοκομικών προϊόντων που κάνουν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αυτής. Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Ρωμαίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου και στοχεύει στο να μας προετοιμάσει για το πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η οποία ξεκινά από αύριο. Το κείμενο αυτό για να μπορέσουμε να το καταλάβουμε καλύτερα, το χωρίζουμε σε δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος περιλαμβάνουμε τις συμβουλές τις οποίες δίνει ο Απόστολος Παύλος προς τους πιστούς για να τους βοηθήσει στο να αυξήσουν τους πνευματικούς καρπούς της χριστιανικής τους ζωής, έχοντας υπόψη τους ότι ο χρόνος της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου είναι πολύ κοντά. Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνουμε τη συμπεριφορά που πρέπει να έχουν αυτοί που είναι δυνατοί στην πίστη, στους αδύνατους, σ’ αυτούς δηλαδή που δεν είναι εδραιωμένοι καλά στην χριστιανική πίστη. Αυτό το κάνει για να μην χάνουν την πίστη τους κάποιοι χριστιανοί εξαιτίας της διάκρισης κάποιων τροφών που γίνονταν μεταξύ των πρώτων χριστιανών.

Η προσδοκία της δευτέρας ελεύσεως του Χριστού κάνει τον Απόστολο Παύλο να καλεί τους πιστούς να μην αδρανούν αλλά να βρίσκονται συνεχώς σε μια πνευματική εγρήγορση. Η ζωή του πιστού από τη βάπτισή του και έπειτα αποτελεί μια πορεία που θα τον οδηγήσει σ’ αυτό που πραγματικά προσδοκά και που δεν είναι άλλο από την βασιλεία του Θεού. Στην πορεία του αυτή καλείται να απορρίψει την αμαρτία και να γεμίσει τη ζωή του με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Για να καταφέρει να πετύχει αυτό πρέπει να συνταυτίσει το θέλημά του με το θέλημα του Κυρίου.

Ο Απόστολος Παύλος συστήνει στους πιστούς να πετάξουν από πάνω τους τα έργα του σκότους και να ενδυθούν τα όπλα του φωτός. Λέγοντας έργα του σκότους εννοεί τα έργα της αμαρτίας τα οποία οδηγούν τον άνθρωπο μακριά από το Θεό. Ενώ όπλα του φωτός εννοεί τα όπλα της αρετής τα οποία οδηγούν τον άνθρωπο στο να βιώνει από την παρούσα ζωή την μέλλουσα. Στην προσπάθειά του να βοηθήσει τους πιστούς να ενδυθούν τα όπλα του φωτός και να αποφύγουν τα έργα του σκότους, τους συνιστά την αποφυγή τριών ζευγών από αμαρτήματα. Το πρώτο ζεύγος αναφέρεται στα συμπόσια με τραγούδια αισχρού περιεχομένου όπου γίνεται κατάχρηση του ποτού οδηγώντας τους ανθρώπους στη μέθη και υποδουλώνοντας τους στα πάθη τους. Το δεύτερο ζεύγος αναφέρεται στις παράνομες σαρκικές σχέσεις και διάφορες άλλες σαρκικές αμαρτίες που οδηγούν τον άνθρωπο στην ανηθικότητα. Και το τρίτο ζεύγος που αναφέρεται στις φιλονικίες και το ζήλο που έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Τα αμαρτήματα αυτά όταν τα δούμε προσεκτικά βλέπουμε ότι έχουν ως κύριο στόχο να εξυπηρετήσουν τον εγωισμό του ανθρώπου και υποβιβάσουν την αγάπη που πρέπει να δείχνουμε προς τους συνανθρώπους μας. Η ολοκλήρωση της ζωής του πιστού δεν επιτυγχάνεται απλά και μόνο από την αποχή από αυτά τα αμαρτήματα αλλά ολοκληρώνεται με την ένδυση του Χριστού. Ένδυση του Χριστού σημαίνει να ζούμε σύμφωνα με το θέλημά Του έτσι ώστε να είμαστε ενωμένοι μαζί Του.

Ένα άλλο φοβερό αμάρτημα στο οποίο αναφέρεται εδώ ο Απόστολος Παύλος είναι η κατάκριση, την οποία πρέπει να αποφεύγουμε όλοι ανεξαιρέτως με κάθε τρόπο από τη ζωή μας. Οι πιστοί θα λογοδοτήσουν ο καθένας ξεχωριστά γα τις πράξεις και τη ζωή του ενώπιον του Θεού. Ο ίδιος ο Χριστός μας τονίζει να μην κρίνουμε τους συνανθρώπους μας για να μην μας κρίνει και εμάς ο Θεός. Με το κριτήριο που κρίνουμε θα κριθούμε και με το μέτρο που μετράμε θα μετρηθούμε (Ματθ. 7,1-2). Η κατάκριση περιέχει εωσφορικό εγωισμό και εκβάλλει την αγάπη που πρέπει να δείχνουμε προς τους άλλους συνανθρώπους μας. Έτσι νουθετεί τους πιστούς να δέχονται τους άλλους χωρίς να τους κατακρίνουν. Αν κάποιος έχει ασθενική πίστη να τον δεχόμαστε και να τον στηρίζουμε και όχι να τον κατακρίνουμε. Ιδιαίτερα την περίοδο αυτή που ξεκινά η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να μην κατακρίνουμε τους συνανθρώπους μας. Θέλοντας να μας φανερώσει πόσο φοβερό πράγμα είναι η κατάκριση μας λέει: «ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις ένα ξένο υπηρέτη;». Όλοι οι πιστοί είμαστε ίσοι μεταξύ μας δούλοι στον ίδιο Κύριο, πως είναι δυνατόν να κρίνουμε ο ένας τον άλλο. Το έργο αυτό ανήκει μόνο στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, που είναι ο μοναδικός κριτής της ζωής του κάθε ανθρώπου.

Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή που ξεκινά από αύριο είναι η ωραιότερη και κατανυχτικότερη περίοδος του εκκλησιαστικού έτους. Ας εισέλθουμε σε αυτή έχοντας υπόψη μας τις προτροπές τις οποίες μας δίνει σήμερα ο Απόστολος Παύλος μέσα από αυτή την περικοπή. Αυτό θα μας βοηθήσει στην πνευματική μας αφύπνιση και την αύξηση του πνευματικού μας αγώνα ώστε να οδηγηθούμε και εμείς προς την λαμπροφόρο ανάσταση του Κυρίου μας. Καλή Σαρακοστή.

18-2-2018

Κυριακή της Τυρινής

Ευαγγέλιον κατά Μτθ. (στ΄ 14-21) 

Πρωτότυπο κείμενο

Είπεν ο Κύριος εαν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος· εαν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών. Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί, σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών, όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες. Αμήν λέγω υμίν, ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. Συ δε νηστεύων, άλειψαί σου την κεφαλήν, και το πρόσωπόν σου νίψαι, όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων, αλλά τω Πατρί σου τω εν τω κρυπτώ· και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει σοι εν τω φανερώ. Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι· θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης, ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν, ουδέ κλέπτουσιν. Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών.

Νεοελληνική Απόδοση

Είπε ο Κύριος αν συγχωρήσετε τους ανθρώπους για τα παραπτώματα τους, θα σας συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέρας σας. Αν όμως δε συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα παραπτώματα τους ούτε κι ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα δικά σας παραπτώματα. Όταν νηστεύετε, να μη γίνεστε σκυθρωποί, όπως οι υποκριτές, που παραμορφώνουν την όψη τους για να δείξουν στους ανθρώπους πως νηστεύουν. Σας βεβαιώνω πως έτσι έχουν κιόλας λάβει την ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν νηστεύεις, περιποιήσου τα μαλλιά σου και νίψε το πρόσωπο σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νηστεία σου, αλλά στον Πατέρα σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις και ο Πατέρας σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σου το ανταποδώσει φανερά. Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη, όπου τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν. Αντίθετα, να μαζεύετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου δεν τους αφανίζουν ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά κι όπου οι κλέφτες δεν κάνουν διαρρήξεις και δεν τους κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας».

Σχολιασμός

«εφ’ όσον  εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.»

Συγκλονίζει και προκαλεί δέος ανάμεσα σε ουρανό και γή τα όσα αναφέρει ο Κύριος για την Δευτέρα Παρουσία του, αλλά και το γεγονός το πόσο δίκαια θα κριθεί ο καθένας ανάλογα των πράξεων και των έργων του μέσα από την επίγεια του ζωή. Μέγιστο κριτήριο απονομής δικαιοσύνης  εκ μέρους του Κυρίου μας είναι η αγάπη και όταν μιλούμε για αγάπη εννοούμε το άμεσον ενδιαφέρον μας για τον συνανθρωπό μας, είτε αυτός έχει την ανάγκη της επισκεψής μας στο νοσοκομείο, στην φυλακή, αλλά και την δική μας συμπαράσταση σε άτομα που αδικούνται, συκοφαντούνται και καταφρονούνται. Είναι αυτή η ομάδα ανθρώπων που στα μάτια γενικότερα της κοινωνίας θεωρούνται ως «ελαχίστοι». Μα όμως ο Χριστός  «ουκ επαισχύνεται αδελφούς αυτούς καλείν»(Εβρ. β΄11). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα πεί στους δίκαιους: «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοι εποιήσατε.»

Χωρίς να παραγνωρίζονται οι άλλες αρετές και διακρίσεις  των δικαίων, ύψιστη σημασία έχει για τον Κύριο η αγάπη και η φιλανθρωπία αφού μέσα από αυτές τις δύο αρετές θεμελιώνονται τα καλά έργα. Αυτά τα δύο συστατικά είναι απαραίτητα για την διαμόρφωση  του αληθινού και πραγματικού χριστιανικού φρονήματος. Ο Απόστολος Παύλος στην προς  Ρωμαίους επιστολή του, αναφερόμενος στην αγάπη, την ονομάζει ως «πλήρωμα νόμου» όπου με την δύναμη που έχει, είναι ικανή να αποτρέψει και να νικήσει κάθε ίχνος συκοφαντίας, κακίας, αδικίας, αλαζονείας αλλά και εγωισμού. Εκεί που συναντάει κάποιος την αγάπη είναι βέβαιο ότι θα βρεί την ταπεινότητα, την δικαιοσύνη, την εκτίμηση,τον σεβασμό προς τον πλησίον μας, την μακροθυμία και την ζεστή προθυμία της αυταπαρνήσεως και αυτοθυσίας. Με αυτήν προχωρεί και φθάνει  ο άνθρωπος στο «καθ’ομοίωσιν Θεού» γίνεται όμοιος με τον Θεό. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». (Ά Ιωαν. ΄δ, 16).

Γεμάτη είναι η επουράνια ζωή με την αγάπη του Θεού, όπου δίδεται εκεί πολύ απλόχερα η αρμονία και η χαρά. Με την εξάπλωση αυτής της ειλικρινούς αγάπης και της αληθινής  χριστιανικής πίστεως εδώ στη γη, αυτόματα τα επίγεια γίνονται κομμάτι του ουρανού. Δεν υπάρχει κάτι πιο τέλειο  ως παράδειγμα αγάπης  από τον Θεό, ο οποίος απέστειλλε τον μονογενή του Υιό, τον Ιησού Χριστό και υπέστει τον επώδυνο και φρικτό σταυρικό θάνατο, θυσίαν εξιλαστήριον, για την σωτηρία εμάς των αμαρτωλών. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης προτρέπει τους πιστούς σε έργα αγάπης  λέγοντας : «αγαπητοί , ει ούτως ο Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν»(Ά Ιωαν. ΄δ 11).

Αυτή όμως η αγάπη για να διακρίνεται για την πληρότητα και την ειλικρίνια  της, όπως ακριβώς θέλει και ο θεός θα πρέπει να εκδηλώνεται με έργα φιλανθρωπίας και αυταπαρνήσεως. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη,  επιβάλλεται να απομακρύνουμε από την επίγεια ζωή μας τις φιλοφρονήσεις, τα πολλά λόγια, αλλά και τις ψεύτικες υποσχέσεις. Επιπρόσθετα, αν ανατρέξει κανείς στην εκκλησιαστική γραμματεία, θα εντοπίσει τα σοφά λόγια του Ιακώβου του Αδελφοθέου ο οποίος λέγει τα εξής: «Εάν λέγει, αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι και λειπόμενοι ώσι της εφημέρου τροφής, είπη δέ τις εξ’ υμών υπάγετε έν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, μη δώτε δε αυτοίς τα επιτήδεια τού σώματος, τι το όφελος ; » (Ιακ. Β΄, 15-16).

Πλανάται δυστυχώς στις μέρες μας ο λογισμός,  ότι αφού δεν είμαι πλούσιος δεν μπορώ να κάνω καλά έργα. Αυτό το αποκλείουμε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος πλούσιος για να οδηγήσει τον εαυτό του σε καλά έργα. Αναφέρει αρκετά έργα ο Κύριος στην παραβολή της κρίσεως τα οποία δεν απαιτούν να έχει κάποιος στα χέρια του πλούτο για να τα εφαρμόσει, όπως η φροντίδα σε ασθενείς, οι επισκέψεις σε νοσοκομεία και φυλακές αλλά και πολλά άλλα. Και ένα ποτήρι νερό να δώσουμε στον συνανθρωπό μας, θα το επιβραυέυσει ο Κύριος. Ας μην ξεχνούμε και το δίλεπτον της χήρας, την οποίαν τόσο πολύ γι ‘αυτό την είχε επαινέσει ο Κύριος.

Πραγματικά, το να επιτελέσει κάποιος ένα καλό έργο, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο και οι ευκαιρίες παρουσιάζονται καθημερινά ενώπιον μας. Από αυτές τις πράξεις κρίνεται και η πορεία μας μέσα στην αιωνιότητα. Για τον Χριστιανό λοιπόν τίθεται το εξής ερώτημα: Παράδεισος ή κόλαση; Δύο διαφορετικές καταστάσεις  όπου η μία κατάσταση θα κερδιθεί  με τον συνεχή αγώνα μας για καλά έργα και η άλλη κατάσταση  θα είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας μας  να αγκαλιάσουμε τον συνανθρωπό μας με την αγάπη και  τον φιλανθρωπικά μας αισθήματα. Αυτό θα σημαίνει ότι αποτύχαμε να εκπληρώσουμε τον σκοπό για τον οποίο ήρθαμε πάνω στη γη.

Η παραβολή της μελλούσης Κρίσεως είναι ένα κάλεσμα σε μετάνοια και ταυτόχρονα ένα κάλεσμα για άσκηση  φιλανθρωπίας, για έμπρακτη εκδήλωση της αγάπης μας προς τον εμπερίστατο συνάνθρωπό μας, ώστε να αξιωθούμε και εμείς να ακούσουμε από το στόμα του Δικαιοκρίτη Χριστού: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου».